Ετικέτες

Mirror (2) New Blood (1)

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αγωνία και Μίσος


Στην Στέιση


Κεφάλαιο 2ο

Άλις

Το θέαμα που αντίκρισα ήταν φρικιαστικό.

Άρχισα να ουρλιάζω από φόβο και αγωνία ανήμπορη να βοηθήσω την καλύτερη μου φίλη που ήταν ξαπλωμένη στην κρύα άσφαλτο. Από την μία στιγμή ήμασταν μαζί και προσπαθούσαμε να προλάβουμε το επόμενο μας μάθημα και από την άλλη ένα φορτηγό την χτύπησε καθώς ο Έντουαρντ την κυνηγούσε. Τώρα ήταν χτυπημένη και ξαπλωμένη στην άσφαλτο παλεύοντας για την ίδια της την ζωή. Ήθελα να τρέξω κοντά της να της πω ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά ήμουν ακίνητη σαν άγαλμα, στην ίδια θέση. Τα δάκρυα μου είχαν φυλακιστεί στα μάτια μου καθώς αρνούμουν πεισματικά να αφήσω να κυλήσουν ανεξέλικτα. Πρέπει να φανείς δυνατή, έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου. Πρέπει να πας κοντά της, αλλά τα πόδια μου ήταν ακίνητα, μουδιασμένα. Το σφίξιμο στο στομάχι αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Η αγωνία μου για την ζωή της. Η Μπέλλα μου. Η αδερφή μου. Όλα αυτά εξαιτίας του Έντουαρντ ο οποίος την κρατούσε στην αγκαλιά του αυτή την στιγμή.

Ένιωσα δυο χέρια να τυλίγονται γύρω μου. Γύρισα το κεφάλι μου ελαφρός και είδα τα μάτια του Τζάσπερ που με κοιτούσαν εξεταστικά. «Όλα θα πάνε καλά» μου ψιθύρισε, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η σωματική και ψυχολογική υγεία της καλύτερης μου φίλης, της αδερφής μου.

Δεν μπορούσα να καταλάβω, τι στο διάολο είχε κάνει και της άξιζε τέτοια τύχη; Η Μπέλλα είναι ένας πραγματικός άγγελος. Είναι η καλύτερη αδερφή που θα μπορούσε να έχει μία κοπέλα. Άλλα τους τελευταίους μήνες όλα πήγαιναν στραβά. Η παρεξήγηση στο πάρτι, ο Έντουαρντ με την Στάνλεϊ και μετά… Ο Έντουαρντ. Αυτός έφταιγε για όλα. Το τέρας. Αυτός ευθύνεται για την καταραμένη κατάσταση της Μπέλλα!

Τίναξα τα χέρια του Τζάσπερ από πάνω μου καθώς οι μυς του σώματος μου σφίχτηκαν. Έριξα τα μάτια μου πάνω στο σώμα του αδερφού μου που κρατούσε την Μπέλλα καθώς περίμενε το ασθενοφόρο.

«Άλις; Τι έχεις τα μάτια σου σκοτείνιασαν…» με ρώτησε ο Τζάσπερ μπαίνοντας μπροστά μου.

«Τζάσπερ κάνε στην άκρη» του είπα μέσα από τα δόντια μου και προχώρησα απειλητικά προς το μέρος του αδερφού μου. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω άλλο πια τα δάκρυα μου και τα άφησα να κυλήσουν σαν χείμαρρος από τα μάτια μου.

«Εσύ!» φώναξα στον Έντουαρντ. Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο. «Εσύ, φταις για όλα! Εσύ της το έκανες αυτό! Τέρας!» άρχισα να τσιρίζω. «Σε σιχαίνομαι Έντουαρντ Κάλεν! Σιχαίνομαι κάθε λεπτό που ήμουν αδερφή σου! Τέρας! Της προκάλεσες τόσο πόνο!» ο Τζάσπερ με έκλεισε στην αγκαλιά του καθώς προσπάθησε να με σταματήσει. Ήθελα να πάω να του σπάσω τα μούτρα. Εκείνος απλά με αγνόησε και ξανακοίταξε την Μπέλλα. Αυτό με έκανα να εκνευριστώ περισσότερο.

«Τζάσπερ, άσε με. Θα τον σκοτώσω!» είπα καθώς άρχισα να τον σπρώχνω.

«Μωρό μου, δεν ξέρεις τι λες, ούτε το τι κάνεις, όλα θα πάνε καλά. Είσαι νευριασμένη τώρα. Προσπάθησε να ηρεμίσεις και να σκεφτείς καθαρά» με καθησύχασε ο Τζάσπερ δίχως επιτυχία. Τα λόγια ήταν σαν ένας βουβός ήχος. Εκείνος μίλαγε αλλά εγώ είχα εστιάσει την προσοχή μου στον αδερφό μου. Είχα χάσει το μυαλό. Η καλύτερη μου φίλη είναι μισοπεθαμένη και μου ζητάει να ηρεμήσω; Είναι τρελός! Έμπηξα με όση περισσότερη δύναμη είχα τα νύχια μου στην εκτεθειμένη σάρκα των χεριών του Τζάσπερ και εκείνος με άφησε για να προστατεύσει τις πληγές του. Τον κοίταξα πονεμένα. Δεν μου άρεσε που τον πλήγωσα αλλά ο Έντουαρντ έπρεπε να πληρώσει.

Άρχισα να προχωράω πάλι με γοργό ρυθμό προς το μέρος του καθώς το κοιτούσα απειλητικά. Μόλις έφτασα από πάνω του τον άκουσα να σιγοκλαίει. Ο υποκριτής. Είδε πως τον περίμενα. Έστρωσε το μπουφάν του σαν αυτοσχέδιο μαξιλάρι στο κεφάλι της Μπέλλα και σηκώθηκε να με κοιτάξει. Τα δάκρυα μου συνέχισαν να κυλάνε καθώς πρόφερα της λέξεις.

«Έντουαρντ, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Τι της έκανες; Γιατί την μισείς τόσο! Κάθαρμα! Τέρας!» Το χέρι μου μαζεύτηκε προς τα πίσω και με όση δύναμη είχα το άφησα να τεντωθεί χτυπώντας τον . Από ότι κατάλαβα τον χτύπησα στην μύτη γιατί την κάλυψε με τα χέρια του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση που ούτε εγώ την κατάλαβα το γόνατο μου βρέθηκε στην κοιλιά του με αποτέλεσμα να τον ρίξω κάτω.

«Αν την ξαναπλησιάσεις, θα σου σπάσω τα κόκαλα το κατάλαβες;» του φώναξα και έτρεξα στην Μπέλλα. Ήταν γεμάτη αίματα. Από ότι κατάλαβα είχε χτυπήσει το κεφάλι της. Την πείρα στην αγκαλιά μου και συνέχισα να σιγοκλαίω χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Όλα θα πάνε καλά» ψιθύριζα ξανά και ξανά, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου περισσότερο. «Που στο διάολο είναι το ασθενοφόρο;» φώναξα και οι λυγμοί τώρα άρχισαν να τραντάζουν το στήθος μου εμποδίζοντας με να πάρω ανάσα.

Ο Τζάσπερ ήρθε κοντά μου. Και κάθισε δίπλα μου. Έκλεισε το χέρι μου προστατευτικά μέσα στην παλάμη του. Τον κοίταξα στα μάτια. Τα καταγάλανα μάτια του, με κοιτούσαν με συμπόνια και τρυφερότητα.

«Συγγνώμη.» μουρμούρισα. Έγνεψε καθώς αποδέχτηκε την συγγνώμη μου. Άκουσα τις σειρήνες του ασθενοφόρου να μας πλησιάζουν. Ο ήχος ήταν τόσο απειλητικός. Από μικρή φοβόμουν τα ασθενοφόρα. Κάθε φορά που έβλεπα ένα, δεν ήταν ποτέ για καλό. Το άσπρο φορτηγάκι επιβεβαίωνε ότι δεν ζούσα σε ένα φριχτό όνειρο αυτή την στιγμή. Ανακάθισα κρατώντας ακόμα την Μπέλλα στην αγκαλιά μου. Δύο άντρες πήδηξαν έξω από το φορτηγάκι και έτρεξαν δίπλα μου. Φορούσαν άσπρα ήταν σαν άγγελοι. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση άγγελοι της κολάσεως.

«Δεσποινίς, πρέπει να την αφήσετε τώρα, θα είναι ασφαλής μαζί μας μην ανησυχείτε» με καθησύχασε ένας ευγενέστατος νεαρός. Την άφησα προσεκτικά στην αγκαλιά του τραυματιοφορέα και εκείνος με την βοήθεια του βοηθού του την έδεσαν προσεκτικά πάνω στο φορείο. Εγώ είχα μείνει στην θέση μου πάλι. Ακίνητος βράχος.

«Άλις, πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο… έλα.» τα χέρια του Τζάσπερ ήταν απαλά γύρω μου και με ωθούσαν να πάω μαζί του.

Αναπήδησα από την θέση μου και έτρεξα προς το ασθενοφόρο. Δεν μπορούσα να αφήσω την Μπέλλα μόνη της.

«Σας παρακαλώ, αφήστε με να έρθω μαζί της» ικέτευσα. Ο τραυματιοφορέας με κοίταξε εξεταστικά. «Είμαι η καλύτερης της φίλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια είμαστε μαζί, αχώριστες. Σας παρακαλώ. Την έχασα μία φορά άθελα μου, θέλω απλά να είμαι βέβαιη ότι είναι ασφαλής» τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα πάλι και κοιτούσαν παρακλητικά τον νεαρό τραυματιοφορέα.

Ήταν πιο νέος από τον άλλον. Ψηλός, λεπτή σιλουέτα, καστανά μάτια, καροτί μαλλιά. Περίεργος συνδυασμός.

«Μικρή, μόνο μέλη της οικογένειας» μου απάντησε.

«Ο πατέρας μου είναι ο Καρλάιλ. Είναι ο καλύτερος γιατρός στο νοσοκομείο σας. Και μάλλον επρόκειτο να γίνει και διευθυντής.» Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τα δυνατά μέσα. Αν αυτός ο τύπος δεν με άφηνε να μπω…

Τα μάτια του ήταν δύσπιστα και έκαιγαν κάθε άκρη του προσώπου μου. Σίγουρα έβλεπε ότι δεν είχα όρεξη για αστεία και δεν δεχόμουν ως απάντηση το όχι.

«Εντάξει, πέρασε μέσα.» μου απάντησε και πήγα γρήγορα κα κάθισα δίπλα από την Μπέλλα. Δεν ήξερα και πολλά από ιατρικά. Αυτός ήταν πάντα ο τομέας του αδερφού μου του Έμμετ, πήρε από τον πατέρα μου, αν και μου φαινόταν πολύ γελοίο κάποιος σαν τον Έμμετ να εργάζεται ως γιατρός και μάλιστα από της επιδόσεις του θα γινόταν σαν τον πατέρα μου.

Ο πατέρας μου. Ο Καρλάιλ. Πάντα τόσο συμπονετικός και καλός με όλους. Δεν ήταν ποτέ το πρότυπο τυπικού γιατρού. Ένιωθε πάντα τον πόνο των άλλων σαν να ήταν δικός του, την χαρά τους σαν να ήταν δική του χαρά. Πάντα τον αγαπούσα όσο τίποτα άλλο. Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε πάντα ότι είμαι ένας μικρός άγγελος αγάπης. Βέβαια ποτέ δεν το παραδεχόμουν, αφού τα αγόρια έλεγαν ότι είμαι το κοριτσάκι του μπαμπά και πάντα ήταν η αφορμή του Έμμετ για να με πειράξει.

Για την ακρίβεια, θα μπορούσα να είμαι ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου που το άξιζε, αλλά θα μπορούσα να γίνω και η προσωπική του κόλαση στην περίπτωση που ήταν αχάριστος.

Ένα χτύπημα στην πόρτα του ασθενοφόρου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Ο καλοσυνάτος κύριος που ήρθε πριν την άνοιξε. Τότε τον είδα. Το αίμα μου ξανανέβηκε στο κεφάλι μου και όλοι οι μυς του σώματος μου τεντώθηκαν, καθώς ήμουν σε θέση ετοιμότητας. Το σαγόνι μου σφίχτηκε και τα χείλη μου έγιναν μία άκαμπτη γραμμή. Αν δεν έφευγε τώρα θα του έσπαγα το κεφάλι.

«Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω νεαρέ;» ρώτησε.

Παρατήρησα ότι κρατούσε την μύτη του, σαν να την προστάτευε από κάτι και το πρόσωπο του, είχε λίγο αίμα στο συγκεκριμένο σημείο. Εγώ το έκανα αυτό; Διάνα! Τα μαθήματα αυτοάμυνας έκαναν και σε κάτι καλό!

«Ξέρετε, νομίζω ότι έσπασα την μύτη μου» είπε αργά και σταθερά.

«Ω. Έλα μέσα θα βρούμε μία θέση και για εσένα ώστε να σε αναλάβει ο πατέρας σου. Οι δύο τραυματιοφορείς τον βοήθησαν να ανέβει στο φορτηγάκι και βγήκαν έξω. Κοίταξα τον Έντουαρντ. Ανάπνεε αργά από το στόμα. Δεν μπορούσα να τον πετάξω έξω από το φορτηγάκι. Η μαμά θα θύμωνε πολύ για την μύτη του, αν του έσπαγα και τίποτα άλλο θα έπρεπε να τιμωρηθώ χειρότερα από ότι θα τιμωρηθώ τώρα.

Άκουσα την μηχανή του ασθενοφόρου και ξεκινήσαμε.

«Άλις, έχεις τρελαθεί;» με ρώτησε.

«Πρόσεχε μην σου μαυρίσω και το μάτι» τον προειδοποίησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Γιατί; Τι σου έκανα;» με κοίταξε μπερδεμένα.

«Τι μου έκανες; Εξαιτίας, πήγε να σκοτωθεί η καλύτερη μου φίλη, η αδερφή που ποτέ δεν είχα! Και μου λες τι έκανες; Φυσικά! Εσύ δεν έκανες τίποτα! Με το κουκούτσι που έχεις για εγκέφαλο, θα σε παρακαλέσω την άλλη φορά να σκεφτείς πριν κάνεις κάτι.» δεν το πιστεύω ότι ένιωθα άσχημα για αυτόν. Τόσο καιρό στενοχωριόμουν για αυτό το τέρας! Τον είχα για αδερφό μου!

«Άλις, εγώ και η Τζέσικα δεν κάναμε τίποτα. Με έκλεισε στην ντουλάπα του επιστάτη και παραλίγο να με βιάσει, αν δεν ερχόταν η Μπέλλα.» πετάχτηκα από την θέση μου και πήγα κοντά του.

«Μην ξαναπιάσεις στο στόμα σου την Μπέλλα, ούτε το όνομά της. Τυχερός είσαι που δεν σου έχω σπάσει τίποτα άλλο εκτός από την μύτη σου.» του είπα κοιτώντας τον απειλητικά. Σηκώθηκα και ξανακάθισα στην προηγούμενη θέση μου.

«Κρίμα μωρέ το καημενούλικο. Παραλίγο να το βιάσουν. Πες μου ρε, μασάει η κατσίκα ταραμά; Σε ποιόν τα πουλάς αυτά;» μουρμούρισα και στο τέλος η φωνή μου δυνάμωσε απότομα.

«Άλις, αλήθεια λέω» μου απάντησε και κοίταξε το πάτωμα. Ξαφνικά άρχισα να νιώθω τύψεις για όσα του είχα κάνει. Αλλά δεν έδωσα και τόση σημασία.

Κοίταξα τα μηχανήματα που είχαν συνδέσει με την Μπέλλα. Αναγνώρισα το καρδιογράφημα και αυτό από τις ιατρικές σειρές στην τηλεόραση. Η παλμοί της είχαν έναν σταθερό ρυθμό. Αυτό με έκανε να ηρεμίσω κάπως.

Την υπόλοιπη ώρα της διαδρομής, ησυχία επικρατούσε. Έκανα διάφορες σκέψεις όπως, αν έπαιρνα τον Τζέικ τηλέφωνο και του έλεγα ακριβώς τι έγινε, ίσως να του έσπαγε εκείνος το κεφάλι του δίχως να τιμωρηθεί. Σίγουρα θα είχε πολύ πλάκα.

Το ασθενοφόρο σταμάτησε και οι τραυματιοφορείς άνοιξαν τις πόρτες και έβγαλαν την Μπέλλα έξω. Ο Έντουαρντ τους ακολούθησε. Εγώ βγήκα αργά από το φορτηγάκι και κατευθύνθηκα προς το κιλικίο του νοσοκομείου. Αν και δεν είχα πολύ όρεξη να φάω αγόρασα ένα αναψυκτικό και ένα τοστ.

Ένιωθα συντετριμμένη, απογοητευμένη και σίγουρα θυμωμένη. Συντετριμμένη αφού έχουν συμβεί περισσότερα άσχημα πράγματα από ότι μπορεί να αντέξει ο οργανισμός μου. Απογοητευμένη από τον εαυτό μου που δεν την σταμάτησα. Θυμωμένη με αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας που αποκαλώ αδερφό. Τουλάχιστον ας έβρισκε ένα πιο πειστικό ψέμα ή αν είχε λίγη ευαισθησία πάνω του να ζήταγε ένα συγγνώμη! Δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο αναίσθητος και τόσο εγωιστής!

Εδώ και ένα μήνα τον υποστήριζα όσο μπορούσα, τον έβλεπα να διαλύεται μέρα με την μέρα και τώρα με πρόδωσε! Πρόδωσε εμένα τον Τζέικ και την Μπέλλα. Αναστέναξα απογοητευμένη.

Έβγαλα το κινητό μου από την ζακέτα μου και σχημάτισα τον αριθμό και το τοποθέτησα στο αυτί μου.

«Ναι;» απάντησε από την άλλη γραμμή.

«Τζέικ, πάρε τον Τσάρλι και ελάτε τώρα στο νοσοκομείο. Η Μπέλλα…» απάντησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Από την ταραχή μου να απαντήσω ένιωθα το χέρι μου να τρέμει.

« Τι έγινε Άλις; Δεν ακούγεσαι καλά. Τι έπαθε η Μπέλλα; Πάλι έπεσε;» ρώτησε βαριεστημένα. Που να ήξερε.

«Τζέικ, η Μπέλλα…. Την χτύπησε φορτηγό! Θα σου τα εξηγήσω από κοντά.» τα δάκρυα μου σχηματίστηκαν πάλι στα μάτια μου.

«Τι; Πώς; Έρχομαι.» είπε γεμάτος τρόμο στην φωνή του και η γραμμή έμεινε κενή.

Προχώρησα στην ρεσεψιόν και κάθισα περιμένοντας κάποιον να έρθει. Ένιωθα τόσο μόνη. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω την σκέψη μου. Μόνο αυτά που είχαν σημασία έπρεπε να κρατήσω. Η Μπέλλα. Έπρεπε να στρέψω την προσοχή μου ολοκληρωτικά στην υγεία της Μπέλλα. Ένιωσα δύο χέρια να χτυπάνε απαλά στον ώμο μου.

«Δεσποινίς Κάλεν, ο πατέρας σας θέλει να πάτε στο γραφείο του» μου είπε γλυκά η Λεία. Η Λεία η κοπέλα του Τζέικομπ έπιασε δουλειά εδώ ως υπεύθυνη για της πληροφορίες του νοσοκομείου. Πάντα ήταν πολύ καλή και τυπική στην δουλειά της.

«Ευχαριστώ Λεία» την ευχαρίστησα και άρχισα να προχωράω γρήγορα προς το γραφείο του Καρλάιλ.

Χτύπησα την πόρτα.

«Άλις, έλα μέσα.» η φωνή του ήταν στενοχωρημένη και θυμωμένη. Σίγουρα ο Έντουαρντ μίλησε. Μπήκα μέσα διστακτικά. Ο πατέρας μου στεκόταν μπροστά από το γραφείο του.

«Μπαμπά, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησα και παραξενεύτηκα με το πόσο άτονη ήταν η φωνή μου.

«Άλις, θέλω να με εξηγήσεις ότι έγινε σήμερα. Από το πρωί που πήγες σχολείο μέχρι και την άφιξη σου στο νοσοκομείο.» μου είπε κοιτώντας με σοβαρά. Ένιωσα σαν ένα μικρό ελάφι μπροστά στους προβολείς κάποιου αυτοκινήτου. Ανήμπορη να κάνω κάποια κίνηση. Προσπάθησα να βρω λέξεις να περιγράψουν όσα έγιναν αλλά ένιωθα πολύ κουρασμένη για να μιλήσω. Προχώρησα και κάθισα στην καρέκλα που ήταν ακριβώς μπροστά από το γραφείο του όπου στεκόταν. Εκείνος πήρε θέση απέναντι μου και περίμενε υπομονετικά να ακούσει ό,τι είχα να του πω.

Έκανα τις λέξεις να φύγουν γρήγορα από το στόμα μου, σχεδόν βίαια που δεν καταλάβαινα αν έβγαζαν νόημα. Μετά άρχισα πάλι να κλαίω. Δεν ένιωθα τόσο καλά.

«Μπαμπά, σε παρακαλώ πες μου τα πάντα, ότι έχει η Μπέλλα. Θα το αντέξω, απλά θέλω να τα ξέρω όλα, να ξέρω αν είναι καλά και μετά θα δεχτώ και όποια τιμωρία σκεφτείς να μου επιβάλεις» είπα ειλικρινά στο τέλος.

«Άλις…» είπε και με κοίταξε στα μάτια ψάχνοντας τον κατάλληλο τρόπο να μου απαντήσει .

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Νέο ξεκίνημα



Κεφάλαιο 1ο

Μπέλλα

Όλα ήταν πολύ φωτεινά… Πολύ όμορφα…

Το μέρος το οποίο βρισκόμουν ήταν τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο ταυτόχρονα, έκανα μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας το πανέμορφο λιβάδι. Ήταν ολοστρόγγυλο, ο ήλιος στεκόταν περήφανος για την ομορφιά του και την λάμψη του ακριβώς από πάνω μου σαν ένας προβολέας που προσπαθούσε να με κάνει να ξεχωρίσω από όλα τα υπέροχα πλάσματα που βρίσκονταν μέσα στο δάσος. Το έδαφος ήταν στολισμένο από αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων σαν ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής. Το ρυάκι είχε την γνωστή κελαριστή μελωδία που με ταξίδεψε σε άλλους κόσμους πιο γλυκούς, πιο μαγικούς, πιο ξένους. Στο μυαλό μου ήρθε η πρώτη φορά που ήρθα εδώ, ήταν όταν ο Έντουαρντ μου ζήτησε να είμαστε μαζί. Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Αναστέναξα. Το λιβάδι δεν είχε την ίδια μαγεία χωρίς τον Έντουαρντ. «Έντουαρντ». Ψιθύρισα καθώς τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου. Προχώρησα αργά προς ένα αντικείμενο που δεν είχα προσέξει πιο πριν. Ένας καθρέφτης. Ένας υπέροχος ολόσωμος καθρέφτης. Η ασημένια του κορνίζα ήταν σκαλισμένη πάνω με υπέροχα φύλλα. Εδώ και ένα μήνα δεν είχα κοιτάξει τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δεν το άντεχα να βλέπω τον εαυτό μου. Δεν άντεχα να βλέπω το τέρας που σκόρπιζε πόνο. Κοίταξα το χέρι μου. Το χειροποίητο δαχτυλίδι από ξύλο έλειπε πλέον. Το δαχτυλίδι όπου έδειχνε την φιλία μου με την Άλις… Θυμήθηκα στο παρελθόν όταν ο αδερφός μου, Τζέικομπ, μας έφτιαξε αυτά τα δαχτυλίδια ως δώρο για τον έβδομο χρόνο φιλίας μας. Μας βοήθησε να χαράξουμε πάνω στο δαχτυλίδι την επιγραφή ‘’Μ + Α = Κ. Φ. Γ. Π. ‘’. Τα δάκρυα μου έγιναν πιο έντονα. Σήκωσα το βλέμμα μου στον καθρέφτη απρόθυμα. Έκανα ένα βήμα πίσω καθώς ξαφνιάστηκα με το θέαμα. Δεν ήμουν εγώ… Αναγνώρισα την ψιλόλιγνη σιλουέτα. Τα χάλκινα μαλλιά του ήταν ακατάστατα και τα σμαραγδένια του μάτια με κοιτούσαν με πόνο. Δεν άντεξα στο θέαμα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου καθώς περίμενα να ξυπνήσω.

«Συγγνώμη» , ψιθύρισα και άνοιξα πάλι τα υγρά μου μάτια. Τώρα η μορφή ήταν διαφορετική. Τα καταγάλανα μάτια της καλύτερης μου φίλης με κοιτούσαν και αυτά πονεμένα και ένα τεράστιο ερωτηματικό κάλυπτε σαν μια μάσκα τα υπέροχα χαρακτηριστικά της. «Άλις, εγώ…» δεν ήξερα τι να πω. Τότε οι λυγμοί μου άρχισαν να φεύγουν ανεξέλεγκτοι από το στήθος κόβοντας μου την ανάσα. Τα δάκρυα κάλυψαν τα μάτια μου εμποδίζοντας με να δω…

«Μπελς. Ξύπνα ένας εφιάλτης ήταν ηρέμησε», άκουσα τον Τζέικ να μου λέει προσπαθώντας να με καθησυχάσει. Οι λυγμοί αντικαταστάθηκαν από ουρλιαχτά. Είμαι ένα τέρας. Η Άλις, με την οποία ήμασταν σαν αδερφές εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν μου μιλάει πλέον. Με αγνοεί τελείως σαν να μην υπάρχω, σαν να μην υπήρξα ποτέ για εκείνη. Το αγόρι μου, αδερφός της Άλις και καλύτερος φίλος του αδελφού μου, με μισεί και με το δίκιο του. Καταραμένο πάρτι! Καταραμένα γενέθλια!

Πήρα αγκαλιά τον αδερφό μου καθώς εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά. Έφερα ξανά στην επιφάνεια την πιο καταστροφική νύχτα της ζωής μου…

*****************************

Πάτησα απότομα το φρένο μπροστά από το πελώριο σπίτι των Κάλεν. Η Σέβι μου έκανε έναν αποκρουστικό ήχο καθώς εγώ τινάχτηκα μπροστά. Έλυσα με μανία την ζώνη μου και πετάχτηκα έξω από το αυτοκίνητο αρπάζοντας το δώρο του Έμμετ, (ο Έμμετ είναι ο πρωτότοκος της οικογένειας Κάλεν).

Η Άλις με περίμενε στην βεράντα και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Ήταν πανέμορφη! Το φόρεμα της ήταν υπέροχο, μαύρο στράπλες, στενό στο μπούστο το οποίο της τόνιζε, με μία ζώνη στην μέση που έδειχνε την λεπτή της μέση και μετά ήταν φουντωτό. Ήταν σαν το είχαν ράψει για εκείνη!

Το μενταγιόν που φορούσε ήταν τόσο κομψό και τα σκουλαρίκια της ασημένια που έφταναν μέχρι το ύψος του πιγουνιού της, της έκαναν ακόμα πιο όμορφο το πρόσωπο! Αν είναι δυνατόν! Το μακιγιάζ της ήταν άψογο, κάτι μου λέει ότι και η Μπρι έβαλε το χεράκι της. Με αγκάλιασε προσεκτικά για να μην τσαλακώσει τα ρούχα της. Κλασσική Άλις! Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε από πάνω ως κάτω και το βλέμμα της έγινε τρομοκρατημένο.

«Ω, που να πάρει η οργή! Αδερφούλα, έχω πολλή δουλειά μαζί σου! Περιμένεις να σε κάνω την πριγκίπισσα του πάρτι σε μία ώρα; Τρελάθηκες!» Στριφογύρισα τα μάτια μου. «Άλις, ηρέμισε. Ξέχνα το δεν φοράω δικά σου ρούχα! Έχω φέρει δικά μου», με κοίταξε καχύποπτα. Προχώρησα αργά προς το φορτηγάκι μου, άνοιξα την πόρτα μου και έβγαλα έξω την σακούλα με τα ρούχα μου. Εύχομαι να αρέσει στον Έντουαρντ η νέα Μπέλλα και να το απολαύσει για όσο κρατήσει…

Το φόρεμα μου ήταν πολύ όμορφο. Δεν το επέλεξα με την Άλις γιατί ήθελα να είναι έκπληξη και έτσι πήγα με τον Τζέικομπ. Έχει πλάκα να πηγαίνεις με τον μεγάλο σου αδερφό για ψώνια. Περάσαμε καλά. Άνοιξα την σακούλα πριν την παραδώσω στην ‘’κυρία Ανακρίτρια’’ και είδα ξανά το περιεχόμενο της. Το μπλε ηλεκτρίκ του φορέματος ήταν που με τράβηξε πιο πολύ. Ήταν στενό στους γοφούς μου και υπερβολικά κοντό. Για αυτόν τον λόγο μου πήρε λίγο παραπάνω χρόνο να πείσω τον Τζέικ να μου το αγοράσει. Το επάνω μέρος ήταν σαν μια φαρδιά μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ και με μία πολύ όμορφη ζώνη στην μέση. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το είδα!

http://farm4.static.flickr.com/3594/3354959997_e1c35cd33d.jpg

Έδωσα την σακούλα στην Άλις και εκείνη άρχισε να με τραβάει στο εσωτερικό του σπιτιού, την ακολούθησα δίχως αντίσταση.

«Ο Έντουαρντ;» ρώτησα διστακτικά.

«Μην ανησυχείς. Ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Μέχρι και για ψώνια μου ζήτησε να πάμε, λες και δεν έχει ρούχα! Τόσα του έχω πάρει και είναι ακόμα με τις τιμές! Αγόρια!» ψιθύρισε σαν να μην ήθελε να καταλάβει κανείς το θέμα της συζήτησης μας. Ανεβήκαμε και κλειστήκαμε στο δωμάτιο της. Με τράβηξε πάλι και σταθήκαμε μπροστά από το κρεβάτι της. Έβγαλε το φόρεμα από την τσάντα και το ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι. Καθώς το κοίταζε τα μάτια της έλαμπαν. Χοροπήδησε μερικές φορές και μετά ένα τσίριξε από χαρά.

«Είμαι τόσο περήφανη για εσένα!» …

* * * * * * * * * * * * * *

Με αυτή την τελευταία πρόταση οι λυγμοί μου έγιναν πιο έντονοι.

«Σσς… ηρέμισε καλή μου ένα όνειρο ήταν», μου ψιθύρισε στα μαλλιά ο αδερφός μου.

Η αναπνοή του ήταν ζεστή. Ένιωθα να μην μπορώ να αναπνεύσω από το κλάμα. Δεν αισθανόμουν καλά, πετάχτηκα από την αγκαλιά του Τζέικ και έτρεξα προς το μπάνιο. Ένιωσα τον Τζέικομπ να με ακολουθεί. Έσκυψα πάνω από την λεκάνη της τουαλέτας και έκανα εμετό. Ο Τζέικ τράβηξε τα μαλλιά μου πίσω και μου τα έδεσε με ένα λαστιχάκι για να μην γίνουν χάλια. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε σαν χείμαρρος από τα μάτια μου. Μου έδωσε την πετσέτα και σκούπισα κατευθείαν το στόμα μου. Πάτησα το καζανάκι και σηκώθηκα αργά όρθια.

«Που να πάρει οργή Μπέλλα, έχει περάσει ένας μήνας από τότε! Εδώ και έναν μήνα δεν πας σχολείο τρως ελάχιστα και δεν βγαίνεις από το σπίτι! Κάθε βράδυ με αυτό το όνειρο, ο καθρέφτης αυτός, σε βασανίζει κάθε βράδυ. Ξέχνα το επιτέλους! Πρέπει να πας σχολείο να αντιμετωπίσεις την Άλις, τον Έντουαρντ και δεν ξέρω και εγώ ποιόν άλλον. Θα μείνεις στις εξετάσεις δεν το καταλαβαίνεις; Δεν θα αποφοιτήσεις ποτέ με αυτόν τον ρυθμό. Σε πέντε ώρες που ξεκινάει το σχολείο θα σε πάω εγώ με την μηχανή αν χρειαστεί» και με αυτά του τα λόγια βγήκε έξω από το μπάνιο. Προχώρησα προς την πόρτα και την κλείδωσα. Ο πατέρας μου σίγουρα προσπαθούσε να κοιμηθεί δίχως επιτυχία όλον αυτόν τον καιρό. Ο καημένος Τσάρλι.

Εγώ είχα πάρει από τον πατέρα. Του έμοιαζα απίστευτα σε όλα. Ο Τζέικομπ ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και ήταν ίδιος η μητέρα μας. Η μητέρα μας, Σάρα, πέθανε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήμουν μόλις τριών χρονών. Ο Τζέικ θυμάται περισσότερα πράγματα από εμένα από ότι εγώ. Ο πατέρας μας θρήνησε για τον θάνατο της… ακόμα πονάει…

Άνοιξα την πόρτα της ντουζιέρας και μπήκα μέσα. Άνοιξα το νερό και το άφησα να πέφτει καυτό πάνω στο πονεμένο μου κορμί. Πραγματικά είχα παρατήσει τον εαυτό μου και τις σπουδές μου. Έπρεπε να αποφοιτήσω γιατί δεν ήθελα να χαραμίσω την υπόλοιπη ζωή μου πληρώνοντας δίδακτρα για το πανεπιστήμιο. Ο Τζέικ είχε δίκιο, έπρεπε να τους αντιμετωπίσω κάποια στιγμή και όχι να κρύβομαι σε ένα κρεβάτι. Είχε έρθει καιρός να επιστρέψω στην ζωή μου προσπαθώντας να την διορθώσω. Έπρεπε να σβήσω τον πόνο από τα μάτια της Άλις κάθε φορά που με κοιτούσε. Έπρεπε να τους αποδείξω την αθωότητα μου. Θα το έκανα ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα. Με την σκέψη αυτή άφησα τους μυς μου να χαλαρώσουν.

Μόλις τελείωσα το μπάνιο μου βγήκα έξω και τύλιξα το σώμα μου με μία πετσέτα. Προχώρησα και ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου. Έδειχνα σαν φάντασμα. Τα χαρακτηριστικά μου ήταν πιο λευκά από το φυσικό. Θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω βρικόλακα! Μόνο τα καστανά μου μάτια είχαν μία μικρή λάμψη και την ελπίδα χαραγμένη πάνω τους, την ελπίδα να ξανακερδίσω την παλιά μου ζωή. Μετά από μερικά λεπτά άρχισα να βουρτσίζω προσεκτικά τα δόντια μου. Αργότερα χτένισα τα μαλλιά μου. Μόλις τελείωσα με το μπάνιο κατευθύνθηκα πάλι προς το δωμάτιο μου. Καθώς έβαλα τα εσώρουχα μου έψαξα για τα ρούχα που θα έβαζα. Τελικά κατέληξα σε ένα μαύρο στενό τζίν με το μπλε το κολλητό μου πουκάμισο.

Ντύθηκα και κατέβηκα στο σαλόνι που ο αδερφός μου έβλεπε τηλεόραση.

«Τζέικ, θα πάω στο σχολείο… αλλά θέλω να με πας εσύ» του ζήτησα.

«Φυσικά Μπελς!» είπε και το χαμόγελο του φώτισε ξανά το πρόσωπο του μετά από τόσο καιρό. Ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο μου ετοίμασα την τσάντα μου. Έβαλα παπούτσια και ένα μαύρο βραχιόλι και κατέβηκα κάτω. Κοίταξα νευρικά την ώρα. Εφτά παρά είκοσι-πέντε. Ο Τζέικομπ με πείρε στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Όπως έκανε και παλιά όταν καθόμασταν στον καναπέ μαζί.

Ήθελα να κάνω μία ερώτηση εδώ και τόσες μέρες αλλά δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα ή το κουράγιο να ακούσω την απάντηση. Πήρα όσο θάρρος μου είχε απομείνει και έκανα της λέξεις να βγουν από το στόμα μου.

«Έχεις κανένα νέο από τον Έντουαρντ;» η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς πρόφερα το όνομα του.

«Αν έχω λέει! Όταν δεν είμαι εδώ που νομίζεις ότι είμαι; Με τον Νιούτον;» άρχισε να γελάει με την σκέψη. «Ο Εντ ήταν άρρωστος πριν τρεις εβδομάδες. Δεν έτρωγε δεν έβγαινε, δεν έπινε, κάτι σαν εσένα μόνο που εκείνος ήταν έτσι για λιγότερο χρονικό διάστημα. Όταν βγαίναμε πάντα του έλειπε κάτι. Πάντα ήταν αλλού, στον κόσμο του. Πραγματικά με τρόμαζε ο μικρός…» έκανε μια παύση και το βλέμμα του γέμισε αγωνία για τον παιδικό του φίλο.

«Πραγματικά λυπάμαι…» ψιθύρισα.

Ο Τζέικομπ κοίταξε στιγμιαία το ρολόι και με τράβηξε.

«Είναι ώρα να φύγουμε!» τα μάτια του γέμισαν ενθουσιασμό. Εμένα πάλι τρόμο. Είχα τέσσερα μαθήματα κοινά με την Άλις και τα υπόλοιπα με τον Έντουαρντ. Με τράβηξε πάλι απότομα σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγήκαμε έξω από το σπίτι και είδα πως άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Τζέικ έβαλε μπρος την μηχανή.

«Ανέβα!» Σήκωσα διστακτικά το πόδι μου και ανέβηκα πάνω. Την άναψε, εγώ έβαλα την τσάντα μου στους ώμους μου και γαντζώθηκα πάνω του. Ευτυχώς δεν άρχισε να βρέχει όταν φτάσαμε. Κατέβηκα από την μηχανή, ήμασταν στο παρκινγκ του σχολείου. Η ψιχάλα άρχισε να δυναμώνει καθώς κινήθηκα προς το κτήριο που βρισκόταν το πρώτο μου μάθημα. Αμερικανική Ιστορία. Πραγματικά δεν είχα ιδέα που ήμασταν. Προχώρησα και κάθισα στην καρέκλα μου. Η Άλις δεν βρισκόταν εκεί. Ήθελα να βάλω τα κλάματα. Τόσο πολύ με απέφευγε; Έβγαλα το βιβλίο μου και άρχισα να μουτζουρώνω την πρώτη σελίδα. Ο καθηγητής Μολίνα μπήκε στην τάξη. Ήλπιζα να μην προσέξει την παρουσία μου. Το ήλπιζα…

«Δεσποινίς Σουάν. Χαίρομαι που μας κάνατε την τιμή και επιστρέψατε στο σχολείο. Για την ενημέρωση σας είμαστε-» η πόρτα, άνοιξε βιαστικά και η μικροσκοπική μου φίλη, ή τουλάχιστον πρώην φίλη, με τα γαλάζια μάτια και τα μελαχρινά μαλλιά που τώρα έφταναν μέχρι το πιγούνι της μπήκε μέσα. Κοίταξε τον κύριο Μολίνα και τα μάτια της έλαμπαν.

«Συγγνώμη για την καθυστέρηση, ο Έντουαρντ φταίει. Ήθελε να…» η φωνή της έσβησε καθώς το βλέμμα της συνάντησαν τα δικά μου, έριξα το βλέμμα μου πάλι στο βιβλίο μου. Καθώς εκείνη προχωρούσε προς το μέρος μου. Μετακίνησα την καρέκλα μου όσο πιο μακριά από την δική της μου επέτρεπε το θρανίο.

«Δεσποινίς Κάλεν, θα μπορούσατε να ενημερώσετε την δεσποινίς Σουάν για το του βρισκόμαστε;» ρώτησε ευγενικά ο κ. Μολίνα.

«Φυ-φυσικά». Άκουσα την καρέκλα δίπλα μου να κινείται. Τα μάγουλα μου είχαν πάρει φωτιά.

«Είμαστε στην σελίδα 127…» μου ψιθύρισε.

«Ευχαριστώ» απάντησα με τον ίδιο τόνο.

Και έτσι πέρασε η υπόλοιπη ώρα. Με αυτές τις δύο φράσεις μόνο. Κάποτε μιλάγαμε όλη την ώρα στο μάθημα με αποτέλεσμα να είμαστε πάρα πολύ γνωστές στο γραφείο της διευθύντριας και μητέρα της Άλις, Έσμι. Ήταν περίεργο να έχεις μπροστά σου την δεύτερη μητέρα σου και να σου κάνει κήρυγμα για την σωστή συμπεριφορά μαθήτριας εν ώρα μαθήματος. Γέλασα αυθόρμητα στην σκέψη και το κουδούνι χτύπησε. Ξαναγέλασα αυθόρμητα καθώς άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου.

«Τι είναι τόσο αστείο;» με ρώτησε η Άλις και σήκωσε το ένα της φρύδι. Δεν είχε φύγει ακόμα; Παράξενο.

«Θυμήθηκα τις ώρες μας στο γραφείο της κυρίας διευθύντριας» είπα αμέσως κοκκινίζοντας και προσπάθησα να πνίξω ένα γελάκι. Χωρίς να το περιμένω άρχισε και εκείνη να γελάει. Τι στο καλό συμβαίνει εδώ πέρα;

«Δίκιο έχεις, ήταν ωραία. Να ξαναπάμε την άλλη ώρα» είπε και γέλασε πάλι. Χωρίς να σκέφτομαι δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου δίχως έλεγχο. Η Άλις άνοιξε τα χέρια της και με τύλιξε στην αγκαλιά της.

«Θέλω να μου πεις την αλήθεια για τρία πράγματα χωρίς να μου παραλήψεις κάτι. Πρώτον, Μπέλλα θα μου εξηγήσεις γιατί κλαίς; Δεύτερον, γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου εδώ και έναν μήνα και δεν απαντάς και στα e-mail μου; Ο Τζέικ μου είπε ότι ήσουν άρρωστη, άλλα για τόσο καιρό; Και τρίτον, ο Τζάσπερ μου τα εξήγησε όλα… αλλά θέλω και εσύ να μου πεις την αλήθεια». Αρχίσαμε να προχωράμε προς το επόμενο μας μάθημα καθώς εγώ έφερα τα γενέθλια του Έμμετ ξανά στο μυαλό μου…

* * * * * * * * * * * * * * * *

Είχα ντυθεί και η Άλις μου έφερε τα μαύρα της καλά μποτάκια όπως της ζήτησα, θα πήγαιναν τέλεια με το φόρεμα. Μόλις ντύθηκα η Άλις μου έκανε νόημα να πάμε στο μπάνιο της.

«Έλα! Σε λίγο πρέπει να κατέβουμε και δεν θέλω να σε δει όλο το σχολείο μισοτελειωμένη!» Την υπάκουσα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο τεράστιο μπάνιο της. Έκλεισα τα μάτια μου και ακολούθησα βήμα προς βήμα της απαιτήσεις της. Μόλις τελείωσε η Άλις με τα μαλλιά μου άνοιξα τα μάτια μου. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου!

«Άλις, είσαι απίστευτη!» της φώναξα καθώς πετάχτηκα από την θέση μου και την αγκάλιασα προσεχτικά. «Το μόνο που μας μένει τώρα είναι αντίδραση του» είπα καθώς άγχος με κατέκλεισε .

«Μην ανησυχείς. Θα σε λατρέψει. Ότι και να κάνεις σε λατρεύει…» είπε με παράπονο.

«Άλις, μην μου πεις ότι…» την κοίταξα με καχυποψία.

«Ναι, Μπέλλα, ζηλεύω! Είναι λογικό από εκεί που το κέντρο του κόσμου του ήμουν εγώ, η μικρή του αδερφή, ξαφνικά έγινες εσύ. Εσύ έγινες τα πάντα για εκείνον!» είπε και το γλυκό της πρόσωπο ζωγραφίστηκε με εκνευρισμό. Κάθισα δίπλα της και την πείρα στην αγκαλιά μου.

«Σε καταλαβαίνω. Και εγώ από τότε που καλός μου αδερφός γνώρισε την Λία με έχει παρατήσει στα κρύα του λουτρού», είπα και τα νεύρα που είχα κάθε φορά που το σκεφτόμουν επέστρεψαν πιο έντονα. Θα ερχόταν εδώ και η κυρία τέλεια σήμερα.

Το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πεταχτήκαμε και οι δύο και τρέξαμε προς την πόρτα. Ήταν ο Τζάσπερ, που κοιτούσε την Άλις με λατρεία. Ένα κύμα ζήλιας με διαπέρασε. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Γεια Μπέλλα.»

«Γεια σου Τζάσπερ. Εμένα με συγχωρείτε λίγο» απολογήθηκα και τρύπωσα από το κενό που είχε αφήσει ο Τζάσπερ στη πόρτα και βγήκα έξω. Άρχισα να τρέχω στις σκάλες με προορισμό το δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Σκόνταψα στο τελευταίο σκαλί. Να πάρει! Αυτό θα μου έκανε μελανιά. Σηκώθηκα και προχώρησα με αργά βήματα προς την πόρτα. Χωρίς να χτυπήσω την άνοιξα αργά λίγο και έριξα μία κλεφτή ματιά μέσα. Περίεργο το δωμάτιο ήταν άδειο. Μα θυμάμαι ξεκάθαρα τα λόγια της Άλις ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα σιγά σιγά σε περίπτωση που ο Ρωμαίος μου ήταν μέσα στο μπάνιο. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Το πρώτο πράγμα που κοίταξα όπως και κάθε φορά που έμπαινα μέσα σε αυτό το δωμάτιο ήταν το πελώριο κρεβάτι. Τόσες αναμνήσεις…

Αναστέναξα απαλά. Αναρωτιέμαι αν ο Κύριος Θέλω Να Σε Εντυπωσιάσω, ήθελε να ξανά τσαλακώσουμε αυτά τα σεντόνια το βράδυ, που θα πάνε όλοι να διασκεδάσουν σε κάποιο κλαμπ στο Σιάτλ, μάλλον…

Προχώρησα προς το κρεβάτι, όταν δύο χέρια τυλιχτήκαν γύρω από την μέση εμποδίζοντας με. Γύρισα μέσα στην αγκαλιά του.

«Ώστε κάνετε και πλάκες κύριε Κάλεν…» του είπα κοιτάζοντας τα σμαραγδένια του μάτια. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, εκείνος έσκυψε ελαφρώς και τα χείλη μας ενώθηκαν. Το φιλί μας ήταν τόσο γλυκό, τόσο τρυφερό. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του απαιτώντας κι άλλα, τα χείλη μου έγιναν πιο πιεστικά, αχόρταγα. Προσπάθησε να με σταματήσει πριν χάσουμε και οι δύο τον έλεγχο και καταστρέφαμε τα γενέθλια του Έμμετ με φωνές.

«Μάλιστα δεσποινίς Σουάν» η γλυκιά του φωνή με έκανε σχεδόν να χάσω τις αισθήσεις μου. Με έσπρωξε μακριά από την αγκαλιά του για λίγο και με κοίταξε από πάνω εως κάτω. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματιστικέ στα χείλη του...

«Τι σκέψεις έχεις βάλει πάλι στο μυαλό σου Έντουαρντ;» ρώτησα καχύποπτα.

«Θα μπορούσα να σου δείξω… μετά όμως το πάρτι» μετά το πάρτι… άρα θα περάσουμε πέντε βασανιστικές ώρες χωρίς ούτε ένα φιλί; Αυτό θα ήταν τραγικό! Με ένα νεύμα του έδειξα ότι ήμουν σύμφωνη.

Έπρεπε να εισπράξω όσα περισσότερα φιλιά μπορούσα πριν το πάρτι. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και ακούμπησα απαλά τα χείλη μου πάνω στα δικά που έσκυψε ελαφρός για να τον φτάσω. Τα χείλη μας κινιόντουσαν μαζί τόσο γλυκά. Αυτό το φιλί φανέρωνε την αγάπη μου για εκείνον. Τα πάντα στην ζωή μου είναι ο Έντουαρντ Κάλεν. Τον χρειαζόμουν για να ζήσω.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μας διέκοψε σε αυτή την μαγική στιγμή. Ο εκνευρισμός που ένιωθα, μετατράπηκε σε ντροπή μόλις είδα το σοκαρισμένο πρόσωπο του αδελφού μου και τον Έμμετ έτοιμο να ειρωνευτεί για άλλη μία φορά. Ένιωσα το πρόσωπο μου να φλέγεται και κατέβασα το βλέμμα μου στο πάτωμα.

«Παιδιά, χτυπάμε πριν μπούμε!» είπε έξαλλος ο Έντουαρντ. Έχω έκρυψα το πρόσωπο μου στο στήθος του και εκείνος με τύλιξε προστατευτικά στην αγκαλιά του.

«Γιατί υπήρχε περίπτωση να σας δούμε και σε πιο προχωρημένο στάδιο;» ρώτησε ο Έμμετ κοροϊδευτικά. Τότε ο Έντουαρντ με άφησε από την αγκαλιά του και προχώρησε προς την πόρτα κοιτώντας απειλητικά τον Έμμετ.

«Αυτό ήταν! Ως εδώ! Έξω!» του είπε και τον έσπρωξε έξω μαζί με τον αδερφό μου κλείνοντας την πόρτα στο πρόσωπο του. Πείρε μία βαθιά ανάσα για να γυρίσει πάλι να με ξανακοιτάξει.

«Λυπάμαι πολύ…» απολογήθηκε.

«Για ποιο πράγμα; Έντουαρντ, αυτός είναι ο Έμμετ, το πολύ, πολύ να με κοροϊδεύει για όλη μου την ζωή» του απάντησα και προχώρησα προς το μέρος του.

«Ναι, αλλά ο αδερφός σου-»

«Ο αδερφός μου, δεν θα μου κάνει τίποτα, μου χρωστάει πολλές χάρες…» τον διέκοψα σκεπτόμενη τις πόσες φορές τον έχω καλύψει και τον έχω μαζέψει από τα μπαράκια που ξενυχτάει. Κοίταξα τον Έντουαρντ στα μάτια του. Ήταν παρακλητικά σαν να μου ζητούσε συγχώρεση.

«Έντουαρντ, δεν έχω τίποτα να σου συγχωρέσω γιατί δεν έκανες τίποτα! Αν θεωρείς έγκλημα ότι φίλησες την κοπέλα σου τότε τι να σου πω;» του είπα καθώς ο εκνευρισμός μου μεγάλωνε.

«Μπέλλα, δεν καταλαβαίνεις. Δεν ήθελα να σε φέρω ποτέ σε δύσκολη θέση. Είσαι τα πάντα για εμένα. Είσαι ο κόσμος μου. Δεν μου αρέσει να σε κάνω να νιώθεις άσχημα. Σ’ αγαπώ.» Ήταν ιδέα μου ή μόλις είπε ότι με αγαπάει; Για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια σχέσης, έκφραζε ελεύθερα τα συναισθήματα του μπροστά μου. Ένιωθα σαν να ήθελα να βάλω τα κλάματα από ευτυχία.

Είμαι ερωτευμένη με τον Έντουαρντ από τα πέντε μου χρόνια. Τον αγαπούσα από τότε. Εκείνος το ανακάλυψε πριν τρία χρόνια όταν ήρθε να κοιμηθεί σπίτι μας, το είπα στον ύπνο μου. Εκείνη την μέρα μου φερόταν περίεργα. Ύστερα από ένα χρόνο στα δέκατα έβδομα γενέθλια μου, πήγαμε μία βόλτα στο λιβάδι που συνηθίζαμε σαν παρέα να κάνουμε εκδρομές. Εγώ με την Άλις, την Ρόζαλι και την Λεία καθόμασταν και κάναμε πικ-νικ και τα αγόρια έπαιζαν μπέιζμπολ. Κάθε Κυριακή κάναμε αυτή την εκδρομή. Ήταν υπέροχα! Σε αυτό το λιβάδι με τις αναμνήσεις μου ζήτησε να γίνω η κοπέλα του. Θυμάμαι που έκλαιγα εκείνη την ημέρα.

Και τώρα ήθελα να αφήσω τα καταπιεσμένα μου δάκρυα να κυλήσουν αλλά δεν το έκανα. Η Άλις θα με έβαζε στο μπάνιο για να με ξαναφτιάξει. Έκλεισα τα μάτια μου.

«Και εγώ σε αγαπώ. Με όλη την δύναμη της ψυχής μου» ψιθύρισα και τον αγκάλιασα. Η πόρτα χτύπησε και η Άλις μπήκε μέσα τραβώντας μαζί της τον Τζάσπερ.

«Παιδιά! Έρχονται σε λίγο ελάτε κάτω!» είπε η Άλις και εγώ άφησα τον Έντουαρντ από την αγκαλιά μου. Με έπιασε από το χέρι και προχωρήσαμε προς της σκάλες.

Μόλις φτάσαμε στο σαλόνι όλοι είχαν πάρει την θέση τους. Παρατήρησα ότι το τεράστιο σαλόνι των Κάλεν ήταν εντελώς διαφορετικό από ότι το είχα συνηθίσει. Το ηχοσύστημα ήταν πιο μεγάλο από όσο θυμάμαι. Τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί, ώστε να υπάρχει χώρος για τους μελλοντικούς χορευτές. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και υπνωτιστικός, κάποιες φορές άλλαζε και χρώματα. Ήταν λες και ήταν το σκηνικό κάποιας ακριβοπληρωμένης ταινίας. Όλα ήταν τόσο τέλεια, μου προκαλούσαν την αίσθηση ότι κάτι τραγικό θα συμβεί.

Το κουδούνι χτύπησε και πέντε άτομα φάνηκαν στην πόρτα. Τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Αναγνώρισα με ευκολία την Ρόζαλι, την αδερφή του Τζάσπερ και την Λεία την κοπέλα του αδερφού μου. Η Ρόζαλι πραγματικά ήταν πάλι πανέμορφη. Με ένιωθε να νιώθω μειονεκτικά όπως πάντα. Τα κατάξανθα μαλλιά της έπεφταν ελαφρός κυματιστά στους ώμους της και τα γκριζογάλανα μάτια της συμπλήρωναν την ομορφιά του προσώπου της. Ήταν υπέροχη. Ήταν πραγματικά πολύ τυχερός ο Έμμετ που ήταν κοπέλα του. Αναγνώρισα και τα άλλα τρία άτομα. Ήταν ο Σαμ με την Έμιλι και τον αδερφό της Λεία, Σεθ. Προχώρησα το μπαρ που μόλις τώρα παρατήρησα ότι υπάρχει και πήρα ένα ποτό.

Η βραδεία πέρασε έτσι. Με το σαλόνι των Κάλεν να γεμίζει, κορμιά να λικνίζονται και εμένα να πίνω ποτά. Μετά από μερικές ώρες έγινε η κοπή της τούρτας.

Προχώρησα προς την Άλις και της ζήτησα να πάω να κοιμηθώ στο δωμάτιο της μέχρι να τελειώσει το πάρτι γιατί δεν αισθανόμουν και πολύ καλά.

Το μόνο που θυμάμαι μετά ήταν ότι ο Τζάσπερ ήρθε και κάθισε δίπλα μου για να περιμένει την Άλις που θα ετοιμαζόταν και της φωνές της Άλις που με ξύπνησαν.

«Μπέλλα; Πώς μπόρεσες;» την άκουσα να μου λέει.

«Άλις, τι έκανα; Συγγνώμη που έβαλα τις πιζάμες σου θα σου αγοράσω καινούριες.» την κοίταξα προσπαθώντας να ξυπνήσω.

«Δεν με ενδιαφέρουν οι πιζάμες! Έξω από το σπίτι μου τώρα!» μου φώναξε. Την κοίταξα ξαφνιασμένη καθώς είδα πως ο Τζάσπερ είχε ξεκούμπωτο το πουκάμισο του και ο Έμμετ κρατούσε τον Έντουαρντ.

«Πραγματικά, δεν έκανα τίποτα! Απλά κοιμόμουν!» απάντησα μπερδεμένη προσπαθώντας να θυμηθώ αν έγινε κάτι. Τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου και ξεχείλισαν δίχως να μπορώ να τα συγκρατήσω. Έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και έτρεξα προς την έξοδο.

* * * * * * * * * * *

«Άλις, εγώ… πραγματικά δεν ξέρω τίποτα. Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνο το βράδυ. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έφυγα τρέχοντας αφού με έδιωξες. Πραγματικά δεν έκανα τίποτα με τον Τζάσπερ. Ακόμα το κινητό μου το είχα κλειστό διότι το έσπασα όπως και τον υπολογιστή μου. Φοβόμουν. Φοβόμουν μήπως με έπαιρνε τηλέφωνο ο Έντουαρντ και μου έλεγε πόσο τέρας είμαι… φοβόμουν, στενοχωριόμουν. Άλις σε απογοήτευσα και εσένα και τον αδερφό σου και πραγματικά λυπάμαι για αυτό» οι λέξεις έφυγαν σαν χείμαρρος προσπαθώντας να της εξηγήσω τα πάντα.

«Μπέλλα, ηρέμισε. Καταλαβαίνω.» Αμέσως έπεσα πάνω της με δύναμη και άρχισα να κλαίω.

«Ήρεμα, όλα θα φτιάξουν, πάμε τώρα στο επόμενο μας μάθημα.» μου είπε καθώς μου χάιδευε την πλάτη για να με ηρεμήσει.

Καθώς προχωρούσαμε στον διάδρομο για το επόμενο μας μάθημα ακούστηκαν βογκητά μέσα από την αποθήκη του επιστάτη. Προχώρησα με αργά και σταθερά βήματα προς την πόρτα και την άνοιξα απότομα.

Πραγματικά δεν πίστευα στα μάτια μου! Ο Έντουαρντ με την Τζέσικα Στάνλεϋ φιλιόνταν. Αυτή ήταν η στεναχώρια και το κενό που ένιωθε; Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και εγώ άρχισα να τρέχω προς την έξοδο για να φύγω. Τον ένιωσα να τρέχει από πίσω μου και να με φωνάζει για να σταματήσω. Συνέχισα να τρέχω με όλη μου την δύναμη και βγήκα έξω από το σχολείο. Χωρίς να σταματήσω βγήκα στον κεντρικό δρόμο. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου με αποτέλεσμα να μην βλέπω που πηγαίνω.

Τα τελευταία πράγματα που άκουσα ήταν την Άλις να τσιρίζει, τον Έντουαρντ να φωνάζει το όνομα μου και την κόρνα του φορτηγού που ερχόταν κατά πάνω μου.

Έκλεισα τα μάτια μου και το κενό με κατέκλεισε.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

New Blood!













Γεία σας!! Είμαι η Ρένα και είμαι εντελώς εθισμένη στα fanfictions έτσι αποφάσησα να γράψω κι εγώ μερικά! Η πρώτη η ιστορία που αναβάζω στον ιστότοτοπο μου ονομάζεται Καθρέφτης και αρχικά δημιουργήθικε ως ένα απλό Fanfic για τον διαγωνισμό του Bella And Edward~forum. Ελπίζω να σας αρέσει γιατί νίκησε στον συγκεκριμένο διαγωνισμό και θα ήθελα να ευχαριστήσω και πάλι όσους με ψίφησαν μέσα από την καρδιά μου!
Τώρα στις ευχαριστίες! Θα ήθελαν να ευχαριστήσω θερμά την White Queen [jokastia] που χάρις εκείνη ξεκίνησε αυτή η μανία με τα Blog! Μπορείτε να κάνετε μία επίσκεψη στο Blog της
εδώ . Γράφει καταπληκτικά και την θαυμάζω πάρα πολύ!
Ακόμα θα ήθελα να ευχαριστήσω την Έλλη [edward_breaking_dawn] την διαδυκτιακή αδερφή μου και κολλητή μου στην πραγματικότητα που με στηρίζει σε όλα τα θέματα, την Έιλιν [mariza27] γιατί ήταν εκείνη που με πιέζει να γράψω κάτι! Τι θα έκανα χωρίς εσένα γιαγιάκα μου; [δεν είναι πραγματική μου γιαγιά!]. Τις κολλητές μου, Δώρα και Δανάη που πραγματικά με ανέχονται! Ευχαριστώ κορίτσια για την υπομονή σας! Δεν θα μπορούσα να παραλείψω την μαμά μου και τον μπαμπά μου! [όχι τους πραγματικούς!].Ξένια και Γιώργο. Μαμά σύνεχισε να είσαι κουκλάρα και μην σε απασχολεί τίποτα! Η κόρη σου είναι εδώ! Μπαμπά και ας είσαι γουρούνι συνεχίζω να σ'αγαπώ πολύ πολύ!!! Φυσικά δεν ξεχνάω τις αδερφούλες μου Μάντυ και Αναστασία που και οι δύο είναι ηλίθιες αφού είναι Team Jacob [Πλακίζωωωω!!!]. Και φυσικά δεν ξέχασα τον Φώτη!!! Αδερφούλη μου I LOVE YOU!!!
Τζέιν μουυυ!!! Μαράκι μου! Λατρεία μου! Και εσένα σε ευχαριστώ!! Επειδή ζούμε την ίδια μανία! TEAM VOLTURI και τα μυαλά στα κάγκελα! :P
Tην Έλιζα... που με αντέχει και που γράφει fanfictions!!!
Συγγνώμη που σε πρείζω κουκλίτσα μου να μην έγραφες τόσο ωραία!
Βλασιούλα δεν σεν ξέχασα! Ευχαριστώ καρδία μου που θα έρθεις Αθήνα! Αυτό είναι αρκετό! Και επείδη απλά υπάρχεις! Είσαι από τα πιο τέλεια άτομα που έχω γνωρίσει!!!
Και τέλος; ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΟΡΟΥΜ EVER!!!
ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ! BELLA AND EDWARD GREEK FORUM!
Τι καλύτερο από μία παρέα να μοιράζεσαι την τρέλα σου; Τίποτα! Ευχαριστώ το Bella And Edward που χάρις αυτό έκανα πολύ δυνατές φιλίες!
http://bellandedward.0forum.biz/forum.htm
Kαι ΝΑΙ! Εδω τελείωνει η πρώτη μου ανάρτηση! Wiiiii!
Νew Blood in the city!
-Rena [volturi girl]