Ετικέτες

Mirror (2) New Blood (1)

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αγωνία και Μίσος


Στην Στέιση


Κεφάλαιο 2ο

Άλις

Το θέαμα που αντίκρισα ήταν φρικιαστικό.

Άρχισα να ουρλιάζω από φόβο και αγωνία ανήμπορη να βοηθήσω την καλύτερη μου φίλη που ήταν ξαπλωμένη στην κρύα άσφαλτο. Από την μία στιγμή ήμασταν μαζί και προσπαθούσαμε να προλάβουμε το επόμενο μας μάθημα και από την άλλη ένα φορτηγό την χτύπησε καθώς ο Έντουαρντ την κυνηγούσε. Τώρα ήταν χτυπημένη και ξαπλωμένη στην άσφαλτο παλεύοντας για την ίδια της την ζωή. Ήθελα να τρέξω κοντά της να της πω ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά ήμουν ακίνητη σαν άγαλμα, στην ίδια θέση. Τα δάκρυα μου είχαν φυλακιστεί στα μάτια μου καθώς αρνούμουν πεισματικά να αφήσω να κυλήσουν ανεξέλικτα. Πρέπει να φανείς δυνατή, έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου. Πρέπει να πας κοντά της, αλλά τα πόδια μου ήταν ακίνητα, μουδιασμένα. Το σφίξιμο στο στομάχι αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Η αγωνία μου για την ζωή της. Η Μπέλλα μου. Η αδερφή μου. Όλα αυτά εξαιτίας του Έντουαρντ ο οποίος την κρατούσε στην αγκαλιά του αυτή την στιγμή.

Ένιωσα δυο χέρια να τυλίγονται γύρω μου. Γύρισα το κεφάλι μου ελαφρός και είδα τα μάτια του Τζάσπερ που με κοιτούσαν εξεταστικά. «Όλα θα πάνε καλά» μου ψιθύρισε, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η σωματική και ψυχολογική υγεία της καλύτερης μου φίλης, της αδερφής μου.

Δεν μπορούσα να καταλάβω, τι στο διάολο είχε κάνει και της άξιζε τέτοια τύχη; Η Μπέλλα είναι ένας πραγματικός άγγελος. Είναι η καλύτερη αδερφή που θα μπορούσε να έχει μία κοπέλα. Άλλα τους τελευταίους μήνες όλα πήγαιναν στραβά. Η παρεξήγηση στο πάρτι, ο Έντουαρντ με την Στάνλεϊ και μετά… Ο Έντουαρντ. Αυτός έφταιγε για όλα. Το τέρας. Αυτός ευθύνεται για την καταραμένη κατάσταση της Μπέλλα!

Τίναξα τα χέρια του Τζάσπερ από πάνω μου καθώς οι μυς του σώματος μου σφίχτηκαν. Έριξα τα μάτια μου πάνω στο σώμα του αδερφού μου που κρατούσε την Μπέλλα καθώς περίμενε το ασθενοφόρο.

«Άλις; Τι έχεις τα μάτια σου σκοτείνιασαν…» με ρώτησε ο Τζάσπερ μπαίνοντας μπροστά μου.

«Τζάσπερ κάνε στην άκρη» του είπα μέσα από τα δόντια μου και προχώρησα απειλητικά προς το μέρος του αδερφού μου. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω άλλο πια τα δάκρυα μου και τα άφησα να κυλήσουν σαν χείμαρρος από τα μάτια μου.

«Εσύ!» φώναξα στον Έντουαρντ. Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο. «Εσύ, φταις για όλα! Εσύ της το έκανες αυτό! Τέρας!» άρχισα να τσιρίζω. «Σε σιχαίνομαι Έντουαρντ Κάλεν! Σιχαίνομαι κάθε λεπτό που ήμουν αδερφή σου! Τέρας! Της προκάλεσες τόσο πόνο!» ο Τζάσπερ με έκλεισε στην αγκαλιά του καθώς προσπάθησε να με σταματήσει. Ήθελα να πάω να του σπάσω τα μούτρα. Εκείνος απλά με αγνόησε και ξανακοίταξε την Μπέλλα. Αυτό με έκανα να εκνευριστώ περισσότερο.

«Τζάσπερ, άσε με. Θα τον σκοτώσω!» είπα καθώς άρχισα να τον σπρώχνω.

«Μωρό μου, δεν ξέρεις τι λες, ούτε το τι κάνεις, όλα θα πάνε καλά. Είσαι νευριασμένη τώρα. Προσπάθησε να ηρεμίσεις και να σκεφτείς καθαρά» με καθησύχασε ο Τζάσπερ δίχως επιτυχία. Τα λόγια ήταν σαν ένας βουβός ήχος. Εκείνος μίλαγε αλλά εγώ είχα εστιάσει την προσοχή μου στον αδερφό μου. Είχα χάσει το μυαλό. Η καλύτερη μου φίλη είναι μισοπεθαμένη και μου ζητάει να ηρεμήσω; Είναι τρελός! Έμπηξα με όση περισσότερη δύναμη είχα τα νύχια μου στην εκτεθειμένη σάρκα των χεριών του Τζάσπερ και εκείνος με άφησε για να προστατεύσει τις πληγές του. Τον κοίταξα πονεμένα. Δεν μου άρεσε που τον πλήγωσα αλλά ο Έντουαρντ έπρεπε να πληρώσει.

Άρχισα να προχωράω πάλι με γοργό ρυθμό προς το μέρος του καθώς το κοιτούσα απειλητικά. Μόλις έφτασα από πάνω του τον άκουσα να σιγοκλαίει. Ο υποκριτής. Είδε πως τον περίμενα. Έστρωσε το μπουφάν του σαν αυτοσχέδιο μαξιλάρι στο κεφάλι της Μπέλλα και σηκώθηκε να με κοιτάξει. Τα δάκρυα μου συνέχισαν να κυλάνε καθώς πρόφερα της λέξεις.

«Έντουαρντ, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Τι της έκανες; Γιατί την μισείς τόσο! Κάθαρμα! Τέρας!» Το χέρι μου μαζεύτηκε προς τα πίσω και με όση δύναμη είχα το άφησα να τεντωθεί χτυπώντας τον . Από ότι κατάλαβα τον χτύπησα στην μύτη γιατί την κάλυψε με τα χέρια του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση που ούτε εγώ την κατάλαβα το γόνατο μου βρέθηκε στην κοιλιά του με αποτέλεσμα να τον ρίξω κάτω.

«Αν την ξαναπλησιάσεις, θα σου σπάσω τα κόκαλα το κατάλαβες;» του φώναξα και έτρεξα στην Μπέλλα. Ήταν γεμάτη αίματα. Από ότι κατάλαβα είχε χτυπήσει το κεφάλι της. Την πείρα στην αγκαλιά μου και συνέχισα να σιγοκλαίω χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Όλα θα πάνε καλά» ψιθύριζα ξανά και ξανά, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου περισσότερο. «Που στο διάολο είναι το ασθενοφόρο;» φώναξα και οι λυγμοί τώρα άρχισαν να τραντάζουν το στήθος μου εμποδίζοντας με να πάρω ανάσα.

Ο Τζάσπερ ήρθε κοντά μου. Και κάθισε δίπλα μου. Έκλεισε το χέρι μου προστατευτικά μέσα στην παλάμη του. Τον κοίταξα στα μάτια. Τα καταγάλανα μάτια του, με κοιτούσαν με συμπόνια και τρυφερότητα.

«Συγγνώμη.» μουρμούρισα. Έγνεψε καθώς αποδέχτηκε την συγγνώμη μου. Άκουσα τις σειρήνες του ασθενοφόρου να μας πλησιάζουν. Ο ήχος ήταν τόσο απειλητικός. Από μικρή φοβόμουν τα ασθενοφόρα. Κάθε φορά που έβλεπα ένα, δεν ήταν ποτέ για καλό. Το άσπρο φορτηγάκι επιβεβαίωνε ότι δεν ζούσα σε ένα φριχτό όνειρο αυτή την στιγμή. Ανακάθισα κρατώντας ακόμα την Μπέλλα στην αγκαλιά μου. Δύο άντρες πήδηξαν έξω από το φορτηγάκι και έτρεξαν δίπλα μου. Φορούσαν άσπρα ήταν σαν άγγελοι. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση άγγελοι της κολάσεως.

«Δεσποινίς, πρέπει να την αφήσετε τώρα, θα είναι ασφαλής μαζί μας μην ανησυχείτε» με καθησύχασε ένας ευγενέστατος νεαρός. Την άφησα προσεκτικά στην αγκαλιά του τραυματιοφορέα και εκείνος με την βοήθεια του βοηθού του την έδεσαν προσεκτικά πάνω στο φορείο. Εγώ είχα μείνει στην θέση μου πάλι. Ακίνητος βράχος.

«Άλις, πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο… έλα.» τα χέρια του Τζάσπερ ήταν απαλά γύρω μου και με ωθούσαν να πάω μαζί του.

Αναπήδησα από την θέση μου και έτρεξα προς το ασθενοφόρο. Δεν μπορούσα να αφήσω την Μπέλλα μόνη της.

«Σας παρακαλώ, αφήστε με να έρθω μαζί της» ικέτευσα. Ο τραυματιοφορέας με κοίταξε εξεταστικά. «Είμαι η καλύτερης της φίλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια είμαστε μαζί, αχώριστες. Σας παρακαλώ. Την έχασα μία φορά άθελα μου, θέλω απλά να είμαι βέβαιη ότι είναι ασφαλής» τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα πάλι και κοιτούσαν παρακλητικά τον νεαρό τραυματιοφορέα.

Ήταν πιο νέος από τον άλλον. Ψηλός, λεπτή σιλουέτα, καστανά μάτια, καροτί μαλλιά. Περίεργος συνδυασμός.

«Μικρή, μόνο μέλη της οικογένειας» μου απάντησε.

«Ο πατέρας μου είναι ο Καρλάιλ. Είναι ο καλύτερος γιατρός στο νοσοκομείο σας. Και μάλλον επρόκειτο να γίνει και διευθυντής.» Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τα δυνατά μέσα. Αν αυτός ο τύπος δεν με άφηνε να μπω…

Τα μάτια του ήταν δύσπιστα και έκαιγαν κάθε άκρη του προσώπου μου. Σίγουρα έβλεπε ότι δεν είχα όρεξη για αστεία και δεν δεχόμουν ως απάντηση το όχι.

«Εντάξει, πέρασε μέσα.» μου απάντησε και πήγα γρήγορα κα κάθισα δίπλα από την Μπέλλα. Δεν ήξερα και πολλά από ιατρικά. Αυτός ήταν πάντα ο τομέας του αδερφού μου του Έμμετ, πήρε από τον πατέρα μου, αν και μου φαινόταν πολύ γελοίο κάποιος σαν τον Έμμετ να εργάζεται ως γιατρός και μάλιστα από της επιδόσεις του θα γινόταν σαν τον πατέρα μου.

Ο πατέρας μου. Ο Καρλάιλ. Πάντα τόσο συμπονετικός και καλός με όλους. Δεν ήταν ποτέ το πρότυπο τυπικού γιατρού. Ένιωθε πάντα τον πόνο των άλλων σαν να ήταν δικός του, την χαρά τους σαν να ήταν δική του χαρά. Πάντα τον αγαπούσα όσο τίποτα άλλο. Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε πάντα ότι είμαι ένας μικρός άγγελος αγάπης. Βέβαια ποτέ δεν το παραδεχόμουν, αφού τα αγόρια έλεγαν ότι είμαι το κοριτσάκι του μπαμπά και πάντα ήταν η αφορμή του Έμμετ για να με πειράξει.

Για την ακρίβεια, θα μπορούσα να είμαι ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου που το άξιζε, αλλά θα μπορούσα να γίνω και η προσωπική του κόλαση στην περίπτωση που ήταν αχάριστος.

Ένα χτύπημα στην πόρτα του ασθενοφόρου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Ο καλοσυνάτος κύριος που ήρθε πριν την άνοιξε. Τότε τον είδα. Το αίμα μου ξανανέβηκε στο κεφάλι μου και όλοι οι μυς του σώματος μου τεντώθηκαν, καθώς ήμουν σε θέση ετοιμότητας. Το σαγόνι μου σφίχτηκε και τα χείλη μου έγιναν μία άκαμπτη γραμμή. Αν δεν έφευγε τώρα θα του έσπαγα το κεφάλι.

«Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω νεαρέ;» ρώτησε.

Παρατήρησα ότι κρατούσε την μύτη του, σαν να την προστάτευε από κάτι και το πρόσωπο του, είχε λίγο αίμα στο συγκεκριμένο σημείο. Εγώ το έκανα αυτό; Διάνα! Τα μαθήματα αυτοάμυνας έκαναν και σε κάτι καλό!

«Ξέρετε, νομίζω ότι έσπασα την μύτη μου» είπε αργά και σταθερά.

«Ω. Έλα μέσα θα βρούμε μία θέση και για εσένα ώστε να σε αναλάβει ο πατέρας σου. Οι δύο τραυματιοφορείς τον βοήθησαν να ανέβει στο φορτηγάκι και βγήκαν έξω. Κοίταξα τον Έντουαρντ. Ανάπνεε αργά από το στόμα. Δεν μπορούσα να τον πετάξω έξω από το φορτηγάκι. Η μαμά θα θύμωνε πολύ για την μύτη του, αν του έσπαγα και τίποτα άλλο θα έπρεπε να τιμωρηθώ χειρότερα από ότι θα τιμωρηθώ τώρα.

Άκουσα την μηχανή του ασθενοφόρου και ξεκινήσαμε.

«Άλις, έχεις τρελαθεί;» με ρώτησε.

«Πρόσεχε μην σου μαυρίσω και το μάτι» τον προειδοποίησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Γιατί; Τι σου έκανα;» με κοίταξε μπερδεμένα.

«Τι μου έκανες; Εξαιτίας, πήγε να σκοτωθεί η καλύτερη μου φίλη, η αδερφή που ποτέ δεν είχα! Και μου λες τι έκανες; Φυσικά! Εσύ δεν έκανες τίποτα! Με το κουκούτσι που έχεις για εγκέφαλο, θα σε παρακαλέσω την άλλη φορά να σκεφτείς πριν κάνεις κάτι.» δεν το πιστεύω ότι ένιωθα άσχημα για αυτόν. Τόσο καιρό στενοχωριόμουν για αυτό το τέρας! Τον είχα για αδερφό μου!

«Άλις, εγώ και η Τζέσικα δεν κάναμε τίποτα. Με έκλεισε στην ντουλάπα του επιστάτη και παραλίγο να με βιάσει, αν δεν ερχόταν η Μπέλλα.» πετάχτηκα από την θέση μου και πήγα κοντά του.

«Μην ξαναπιάσεις στο στόμα σου την Μπέλλα, ούτε το όνομά της. Τυχερός είσαι που δεν σου έχω σπάσει τίποτα άλλο εκτός από την μύτη σου.» του είπα κοιτώντας τον απειλητικά. Σηκώθηκα και ξανακάθισα στην προηγούμενη θέση μου.

«Κρίμα μωρέ το καημενούλικο. Παραλίγο να το βιάσουν. Πες μου ρε, μασάει η κατσίκα ταραμά; Σε ποιόν τα πουλάς αυτά;» μουρμούρισα και στο τέλος η φωνή μου δυνάμωσε απότομα.

«Άλις, αλήθεια λέω» μου απάντησε και κοίταξε το πάτωμα. Ξαφνικά άρχισα να νιώθω τύψεις για όσα του είχα κάνει. Αλλά δεν έδωσα και τόση σημασία.

Κοίταξα τα μηχανήματα που είχαν συνδέσει με την Μπέλλα. Αναγνώρισα το καρδιογράφημα και αυτό από τις ιατρικές σειρές στην τηλεόραση. Η παλμοί της είχαν έναν σταθερό ρυθμό. Αυτό με έκανε να ηρεμίσω κάπως.

Την υπόλοιπη ώρα της διαδρομής, ησυχία επικρατούσε. Έκανα διάφορες σκέψεις όπως, αν έπαιρνα τον Τζέικ τηλέφωνο και του έλεγα ακριβώς τι έγινε, ίσως να του έσπαγε εκείνος το κεφάλι του δίχως να τιμωρηθεί. Σίγουρα θα είχε πολύ πλάκα.

Το ασθενοφόρο σταμάτησε και οι τραυματιοφορείς άνοιξαν τις πόρτες και έβγαλαν την Μπέλλα έξω. Ο Έντουαρντ τους ακολούθησε. Εγώ βγήκα αργά από το φορτηγάκι και κατευθύνθηκα προς το κιλικίο του νοσοκομείου. Αν και δεν είχα πολύ όρεξη να φάω αγόρασα ένα αναψυκτικό και ένα τοστ.

Ένιωθα συντετριμμένη, απογοητευμένη και σίγουρα θυμωμένη. Συντετριμμένη αφού έχουν συμβεί περισσότερα άσχημα πράγματα από ότι μπορεί να αντέξει ο οργανισμός μου. Απογοητευμένη από τον εαυτό μου που δεν την σταμάτησα. Θυμωμένη με αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας που αποκαλώ αδερφό. Τουλάχιστον ας έβρισκε ένα πιο πειστικό ψέμα ή αν είχε λίγη ευαισθησία πάνω του να ζήταγε ένα συγγνώμη! Δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο αναίσθητος και τόσο εγωιστής!

Εδώ και ένα μήνα τον υποστήριζα όσο μπορούσα, τον έβλεπα να διαλύεται μέρα με την μέρα και τώρα με πρόδωσε! Πρόδωσε εμένα τον Τζέικ και την Μπέλλα. Αναστέναξα απογοητευμένη.

Έβγαλα το κινητό μου από την ζακέτα μου και σχημάτισα τον αριθμό και το τοποθέτησα στο αυτί μου.

«Ναι;» απάντησε από την άλλη γραμμή.

«Τζέικ, πάρε τον Τσάρλι και ελάτε τώρα στο νοσοκομείο. Η Μπέλλα…» απάντησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Από την ταραχή μου να απαντήσω ένιωθα το χέρι μου να τρέμει.

« Τι έγινε Άλις; Δεν ακούγεσαι καλά. Τι έπαθε η Μπέλλα; Πάλι έπεσε;» ρώτησε βαριεστημένα. Που να ήξερε.

«Τζέικ, η Μπέλλα…. Την χτύπησε φορτηγό! Θα σου τα εξηγήσω από κοντά.» τα δάκρυα μου σχηματίστηκαν πάλι στα μάτια μου.

«Τι; Πώς; Έρχομαι.» είπε γεμάτος τρόμο στην φωνή του και η γραμμή έμεινε κενή.

Προχώρησα στην ρεσεψιόν και κάθισα περιμένοντας κάποιον να έρθει. Ένιωθα τόσο μόνη. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω την σκέψη μου. Μόνο αυτά που είχαν σημασία έπρεπε να κρατήσω. Η Μπέλλα. Έπρεπε να στρέψω την προσοχή μου ολοκληρωτικά στην υγεία της Μπέλλα. Ένιωσα δύο χέρια να χτυπάνε απαλά στον ώμο μου.

«Δεσποινίς Κάλεν, ο πατέρας σας θέλει να πάτε στο γραφείο του» μου είπε γλυκά η Λεία. Η Λεία η κοπέλα του Τζέικομπ έπιασε δουλειά εδώ ως υπεύθυνη για της πληροφορίες του νοσοκομείου. Πάντα ήταν πολύ καλή και τυπική στην δουλειά της.

«Ευχαριστώ Λεία» την ευχαρίστησα και άρχισα να προχωράω γρήγορα προς το γραφείο του Καρλάιλ.

Χτύπησα την πόρτα.

«Άλις, έλα μέσα.» η φωνή του ήταν στενοχωρημένη και θυμωμένη. Σίγουρα ο Έντουαρντ μίλησε. Μπήκα μέσα διστακτικά. Ο πατέρας μου στεκόταν μπροστά από το γραφείο του.

«Μπαμπά, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησα και παραξενεύτηκα με το πόσο άτονη ήταν η φωνή μου.

«Άλις, θέλω να με εξηγήσεις ότι έγινε σήμερα. Από το πρωί που πήγες σχολείο μέχρι και την άφιξη σου στο νοσοκομείο.» μου είπε κοιτώντας με σοβαρά. Ένιωσα σαν ένα μικρό ελάφι μπροστά στους προβολείς κάποιου αυτοκινήτου. Ανήμπορη να κάνω κάποια κίνηση. Προσπάθησα να βρω λέξεις να περιγράψουν όσα έγιναν αλλά ένιωθα πολύ κουρασμένη για να μιλήσω. Προχώρησα και κάθισα στην καρέκλα που ήταν ακριβώς μπροστά από το γραφείο του όπου στεκόταν. Εκείνος πήρε θέση απέναντι μου και περίμενε υπομονετικά να ακούσει ό,τι είχα να του πω.

Έκανα τις λέξεις να φύγουν γρήγορα από το στόμα μου, σχεδόν βίαια που δεν καταλάβαινα αν έβγαζαν νόημα. Μετά άρχισα πάλι να κλαίω. Δεν ένιωθα τόσο καλά.

«Μπαμπά, σε παρακαλώ πες μου τα πάντα, ότι έχει η Μπέλλα. Θα το αντέξω, απλά θέλω να τα ξέρω όλα, να ξέρω αν είναι καλά και μετά θα δεχτώ και όποια τιμωρία σκεφτείς να μου επιβάλεις» είπα ειλικρινά στο τέλος.

«Άλις…» είπε και με κοίταξε στα μάτια ψάχνοντας τον κατάλληλο τρόπο να μου απαντήσει .