Ετικέτες

Mirror (2) New Blood (1)

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Νέο ξεκίνημα



Κεφάλαιο 1ο

Μπέλλα

Όλα ήταν πολύ φωτεινά… Πολύ όμορφα…

Το μέρος το οποίο βρισκόμουν ήταν τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο ταυτόχρονα, έκανα μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας το πανέμορφο λιβάδι. Ήταν ολοστρόγγυλο, ο ήλιος στεκόταν περήφανος για την ομορφιά του και την λάμψη του ακριβώς από πάνω μου σαν ένας προβολέας που προσπαθούσε να με κάνει να ξεχωρίσω από όλα τα υπέροχα πλάσματα που βρίσκονταν μέσα στο δάσος. Το έδαφος ήταν στολισμένο από αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων σαν ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής. Το ρυάκι είχε την γνωστή κελαριστή μελωδία που με ταξίδεψε σε άλλους κόσμους πιο γλυκούς, πιο μαγικούς, πιο ξένους. Στο μυαλό μου ήρθε η πρώτη φορά που ήρθα εδώ, ήταν όταν ο Έντουαρντ μου ζήτησε να είμαστε μαζί. Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Αναστέναξα. Το λιβάδι δεν είχε την ίδια μαγεία χωρίς τον Έντουαρντ. «Έντουαρντ». Ψιθύρισα καθώς τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου. Προχώρησα αργά προς ένα αντικείμενο που δεν είχα προσέξει πιο πριν. Ένας καθρέφτης. Ένας υπέροχος ολόσωμος καθρέφτης. Η ασημένια του κορνίζα ήταν σκαλισμένη πάνω με υπέροχα φύλλα. Εδώ και ένα μήνα δεν είχα κοιτάξει τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δεν το άντεχα να βλέπω τον εαυτό μου. Δεν άντεχα να βλέπω το τέρας που σκόρπιζε πόνο. Κοίταξα το χέρι μου. Το χειροποίητο δαχτυλίδι από ξύλο έλειπε πλέον. Το δαχτυλίδι όπου έδειχνε την φιλία μου με την Άλις… Θυμήθηκα στο παρελθόν όταν ο αδερφός μου, Τζέικομπ, μας έφτιαξε αυτά τα δαχτυλίδια ως δώρο για τον έβδομο χρόνο φιλίας μας. Μας βοήθησε να χαράξουμε πάνω στο δαχτυλίδι την επιγραφή ‘’Μ + Α = Κ. Φ. Γ. Π. ‘’. Τα δάκρυα μου έγιναν πιο έντονα. Σήκωσα το βλέμμα μου στον καθρέφτη απρόθυμα. Έκανα ένα βήμα πίσω καθώς ξαφνιάστηκα με το θέαμα. Δεν ήμουν εγώ… Αναγνώρισα την ψιλόλιγνη σιλουέτα. Τα χάλκινα μαλλιά του ήταν ακατάστατα και τα σμαραγδένια του μάτια με κοιτούσαν με πόνο. Δεν άντεξα στο θέαμα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου καθώς περίμενα να ξυπνήσω.

«Συγγνώμη» , ψιθύρισα και άνοιξα πάλι τα υγρά μου μάτια. Τώρα η μορφή ήταν διαφορετική. Τα καταγάλανα μάτια της καλύτερης μου φίλης με κοιτούσαν και αυτά πονεμένα και ένα τεράστιο ερωτηματικό κάλυπτε σαν μια μάσκα τα υπέροχα χαρακτηριστικά της. «Άλις, εγώ…» δεν ήξερα τι να πω. Τότε οι λυγμοί μου άρχισαν να φεύγουν ανεξέλεγκτοι από το στήθος κόβοντας μου την ανάσα. Τα δάκρυα κάλυψαν τα μάτια μου εμποδίζοντας με να δω…

«Μπελς. Ξύπνα ένας εφιάλτης ήταν ηρέμησε», άκουσα τον Τζέικ να μου λέει προσπαθώντας να με καθησυχάσει. Οι λυγμοί αντικαταστάθηκαν από ουρλιαχτά. Είμαι ένα τέρας. Η Άλις, με την οποία ήμασταν σαν αδερφές εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν μου μιλάει πλέον. Με αγνοεί τελείως σαν να μην υπάρχω, σαν να μην υπήρξα ποτέ για εκείνη. Το αγόρι μου, αδερφός της Άλις και καλύτερος φίλος του αδελφού μου, με μισεί και με το δίκιο του. Καταραμένο πάρτι! Καταραμένα γενέθλια!

Πήρα αγκαλιά τον αδερφό μου καθώς εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά. Έφερα ξανά στην επιφάνεια την πιο καταστροφική νύχτα της ζωής μου…

*****************************

Πάτησα απότομα το φρένο μπροστά από το πελώριο σπίτι των Κάλεν. Η Σέβι μου έκανε έναν αποκρουστικό ήχο καθώς εγώ τινάχτηκα μπροστά. Έλυσα με μανία την ζώνη μου και πετάχτηκα έξω από το αυτοκίνητο αρπάζοντας το δώρο του Έμμετ, (ο Έμμετ είναι ο πρωτότοκος της οικογένειας Κάλεν).

Η Άλις με περίμενε στην βεράντα και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Ήταν πανέμορφη! Το φόρεμα της ήταν υπέροχο, μαύρο στράπλες, στενό στο μπούστο το οποίο της τόνιζε, με μία ζώνη στην μέση που έδειχνε την λεπτή της μέση και μετά ήταν φουντωτό. Ήταν σαν το είχαν ράψει για εκείνη!

Το μενταγιόν που φορούσε ήταν τόσο κομψό και τα σκουλαρίκια της ασημένια που έφταναν μέχρι το ύψος του πιγουνιού της, της έκαναν ακόμα πιο όμορφο το πρόσωπο! Αν είναι δυνατόν! Το μακιγιάζ της ήταν άψογο, κάτι μου λέει ότι και η Μπρι έβαλε το χεράκι της. Με αγκάλιασε προσεκτικά για να μην τσαλακώσει τα ρούχα της. Κλασσική Άλις! Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε από πάνω ως κάτω και το βλέμμα της έγινε τρομοκρατημένο.

«Ω, που να πάρει η οργή! Αδερφούλα, έχω πολλή δουλειά μαζί σου! Περιμένεις να σε κάνω την πριγκίπισσα του πάρτι σε μία ώρα; Τρελάθηκες!» Στριφογύρισα τα μάτια μου. «Άλις, ηρέμισε. Ξέχνα το δεν φοράω δικά σου ρούχα! Έχω φέρει δικά μου», με κοίταξε καχύποπτα. Προχώρησα αργά προς το φορτηγάκι μου, άνοιξα την πόρτα μου και έβγαλα έξω την σακούλα με τα ρούχα μου. Εύχομαι να αρέσει στον Έντουαρντ η νέα Μπέλλα και να το απολαύσει για όσο κρατήσει…

Το φόρεμα μου ήταν πολύ όμορφο. Δεν το επέλεξα με την Άλις γιατί ήθελα να είναι έκπληξη και έτσι πήγα με τον Τζέικομπ. Έχει πλάκα να πηγαίνεις με τον μεγάλο σου αδερφό για ψώνια. Περάσαμε καλά. Άνοιξα την σακούλα πριν την παραδώσω στην ‘’κυρία Ανακρίτρια’’ και είδα ξανά το περιεχόμενο της. Το μπλε ηλεκτρίκ του φορέματος ήταν που με τράβηξε πιο πολύ. Ήταν στενό στους γοφούς μου και υπερβολικά κοντό. Για αυτόν τον λόγο μου πήρε λίγο παραπάνω χρόνο να πείσω τον Τζέικ να μου το αγοράσει. Το επάνω μέρος ήταν σαν μια φαρδιά μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ και με μία πολύ όμορφη ζώνη στην μέση. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το είδα!

http://farm4.static.flickr.com/3594/3354959997_e1c35cd33d.jpg

Έδωσα την σακούλα στην Άλις και εκείνη άρχισε να με τραβάει στο εσωτερικό του σπιτιού, την ακολούθησα δίχως αντίσταση.

«Ο Έντουαρντ;» ρώτησα διστακτικά.

«Μην ανησυχείς. Ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Μέχρι και για ψώνια μου ζήτησε να πάμε, λες και δεν έχει ρούχα! Τόσα του έχω πάρει και είναι ακόμα με τις τιμές! Αγόρια!» ψιθύρισε σαν να μην ήθελε να καταλάβει κανείς το θέμα της συζήτησης μας. Ανεβήκαμε και κλειστήκαμε στο δωμάτιο της. Με τράβηξε πάλι και σταθήκαμε μπροστά από το κρεβάτι της. Έβγαλε το φόρεμα από την τσάντα και το ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι. Καθώς το κοίταζε τα μάτια της έλαμπαν. Χοροπήδησε μερικές φορές και μετά ένα τσίριξε από χαρά.

«Είμαι τόσο περήφανη για εσένα!» …

* * * * * * * * * * * * * *

Με αυτή την τελευταία πρόταση οι λυγμοί μου έγιναν πιο έντονοι.

«Σσς… ηρέμισε καλή μου ένα όνειρο ήταν», μου ψιθύρισε στα μαλλιά ο αδερφός μου.

Η αναπνοή του ήταν ζεστή. Ένιωθα να μην μπορώ να αναπνεύσω από το κλάμα. Δεν αισθανόμουν καλά, πετάχτηκα από την αγκαλιά του Τζέικ και έτρεξα προς το μπάνιο. Ένιωσα τον Τζέικομπ να με ακολουθεί. Έσκυψα πάνω από την λεκάνη της τουαλέτας και έκανα εμετό. Ο Τζέικ τράβηξε τα μαλλιά μου πίσω και μου τα έδεσε με ένα λαστιχάκι για να μην γίνουν χάλια. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε σαν χείμαρρος από τα μάτια μου. Μου έδωσε την πετσέτα και σκούπισα κατευθείαν το στόμα μου. Πάτησα το καζανάκι και σηκώθηκα αργά όρθια.

«Που να πάρει οργή Μπέλλα, έχει περάσει ένας μήνας από τότε! Εδώ και έναν μήνα δεν πας σχολείο τρως ελάχιστα και δεν βγαίνεις από το σπίτι! Κάθε βράδυ με αυτό το όνειρο, ο καθρέφτης αυτός, σε βασανίζει κάθε βράδυ. Ξέχνα το επιτέλους! Πρέπει να πας σχολείο να αντιμετωπίσεις την Άλις, τον Έντουαρντ και δεν ξέρω και εγώ ποιόν άλλον. Θα μείνεις στις εξετάσεις δεν το καταλαβαίνεις; Δεν θα αποφοιτήσεις ποτέ με αυτόν τον ρυθμό. Σε πέντε ώρες που ξεκινάει το σχολείο θα σε πάω εγώ με την μηχανή αν χρειαστεί» και με αυτά του τα λόγια βγήκε έξω από το μπάνιο. Προχώρησα προς την πόρτα και την κλείδωσα. Ο πατέρας μου σίγουρα προσπαθούσε να κοιμηθεί δίχως επιτυχία όλον αυτόν τον καιρό. Ο καημένος Τσάρλι.

Εγώ είχα πάρει από τον πατέρα. Του έμοιαζα απίστευτα σε όλα. Ο Τζέικομπ ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και ήταν ίδιος η μητέρα μας. Η μητέρα μας, Σάρα, πέθανε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήμουν μόλις τριών χρονών. Ο Τζέικ θυμάται περισσότερα πράγματα από εμένα από ότι εγώ. Ο πατέρας μας θρήνησε για τον θάνατο της… ακόμα πονάει…

Άνοιξα την πόρτα της ντουζιέρας και μπήκα μέσα. Άνοιξα το νερό και το άφησα να πέφτει καυτό πάνω στο πονεμένο μου κορμί. Πραγματικά είχα παρατήσει τον εαυτό μου και τις σπουδές μου. Έπρεπε να αποφοιτήσω γιατί δεν ήθελα να χαραμίσω την υπόλοιπη ζωή μου πληρώνοντας δίδακτρα για το πανεπιστήμιο. Ο Τζέικ είχε δίκιο, έπρεπε να τους αντιμετωπίσω κάποια στιγμή και όχι να κρύβομαι σε ένα κρεβάτι. Είχε έρθει καιρός να επιστρέψω στην ζωή μου προσπαθώντας να την διορθώσω. Έπρεπε να σβήσω τον πόνο από τα μάτια της Άλις κάθε φορά που με κοιτούσε. Έπρεπε να τους αποδείξω την αθωότητα μου. Θα το έκανα ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα. Με την σκέψη αυτή άφησα τους μυς μου να χαλαρώσουν.

Μόλις τελείωσα το μπάνιο μου βγήκα έξω και τύλιξα το σώμα μου με μία πετσέτα. Προχώρησα και ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου. Έδειχνα σαν φάντασμα. Τα χαρακτηριστικά μου ήταν πιο λευκά από το φυσικό. Θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω βρικόλακα! Μόνο τα καστανά μου μάτια είχαν μία μικρή λάμψη και την ελπίδα χαραγμένη πάνω τους, την ελπίδα να ξανακερδίσω την παλιά μου ζωή. Μετά από μερικά λεπτά άρχισα να βουρτσίζω προσεκτικά τα δόντια μου. Αργότερα χτένισα τα μαλλιά μου. Μόλις τελείωσα με το μπάνιο κατευθύνθηκα πάλι προς το δωμάτιο μου. Καθώς έβαλα τα εσώρουχα μου έψαξα για τα ρούχα που θα έβαζα. Τελικά κατέληξα σε ένα μαύρο στενό τζίν με το μπλε το κολλητό μου πουκάμισο.

Ντύθηκα και κατέβηκα στο σαλόνι που ο αδερφός μου έβλεπε τηλεόραση.

«Τζέικ, θα πάω στο σχολείο… αλλά θέλω να με πας εσύ» του ζήτησα.

«Φυσικά Μπελς!» είπε και το χαμόγελο του φώτισε ξανά το πρόσωπο του μετά από τόσο καιρό. Ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο μου ετοίμασα την τσάντα μου. Έβαλα παπούτσια και ένα μαύρο βραχιόλι και κατέβηκα κάτω. Κοίταξα νευρικά την ώρα. Εφτά παρά είκοσι-πέντε. Ο Τζέικομπ με πείρε στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Όπως έκανε και παλιά όταν καθόμασταν στον καναπέ μαζί.

Ήθελα να κάνω μία ερώτηση εδώ και τόσες μέρες αλλά δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα ή το κουράγιο να ακούσω την απάντηση. Πήρα όσο θάρρος μου είχε απομείνει και έκανα της λέξεις να βγουν από το στόμα μου.

«Έχεις κανένα νέο από τον Έντουαρντ;» η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς πρόφερα το όνομα του.

«Αν έχω λέει! Όταν δεν είμαι εδώ που νομίζεις ότι είμαι; Με τον Νιούτον;» άρχισε να γελάει με την σκέψη. «Ο Εντ ήταν άρρωστος πριν τρεις εβδομάδες. Δεν έτρωγε δεν έβγαινε, δεν έπινε, κάτι σαν εσένα μόνο που εκείνος ήταν έτσι για λιγότερο χρονικό διάστημα. Όταν βγαίναμε πάντα του έλειπε κάτι. Πάντα ήταν αλλού, στον κόσμο του. Πραγματικά με τρόμαζε ο μικρός…» έκανε μια παύση και το βλέμμα του γέμισε αγωνία για τον παιδικό του φίλο.

«Πραγματικά λυπάμαι…» ψιθύρισα.

Ο Τζέικομπ κοίταξε στιγμιαία το ρολόι και με τράβηξε.

«Είναι ώρα να φύγουμε!» τα μάτια του γέμισαν ενθουσιασμό. Εμένα πάλι τρόμο. Είχα τέσσερα μαθήματα κοινά με την Άλις και τα υπόλοιπα με τον Έντουαρντ. Με τράβηξε πάλι απότομα σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγήκαμε έξω από το σπίτι και είδα πως άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Τζέικ έβαλε μπρος την μηχανή.

«Ανέβα!» Σήκωσα διστακτικά το πόδι μου και ανέβηκα πάνω. Την άναψε, εγώ έβαλα την τσάντα μου στους ώμους μου και γαντζώθηκα πάνω του. Ευτυχώς δεν άρχισε να βρέχει όταν φτάσαμε. Κατέβηκα από την μηχανή, ήμασταν στο παρκινγκ του σχολείου. Η ψιχάλα άρχισε να δυναμώνει καθώς κινήθηκα προς το κτήριο που βρισκόταν το πρώτο μου μάθημα. Αμερικανική Ιστορία. Πραγματικά δεν είχα ιδέα που ήμασταν. Προχώρησα και κάθισα στην καρέκλα μου. Η Άλις δεν βρισκόταν εκεί. Ήθελα να βάλω τα κλάματα. Τόσο πολύ με απέφευγε; Έβγαλα το βιβλίο μου και άρχισα να μουτζουρώνω την πρώτη σελίδα. Ο καθηγητής Μολίνα μπήκε στην τάξη. Ήλπιζα να μην προσέξει την παρουσία μου. Το ήλπιζα…

«Δεσποινίς Σουάν. Χαίρομαι που μας κάνατε την τιμή και επιστρέψατε στο σχολείο. Για την ενημέρωση σας είμαστε-» η πόρτα, άνοιξε βιαστικά και η μικροσκοπική μου φίλη, ή τουλάχιστον πρώην φίλη, με τα γαλάζια μάτια και τα μελαχρινά μαλλιά που τώρα έφταναν μέχρι το πιγούνι της μπήκε μέσα. Κοίταξε τον κύριο Μολίνα και τα μάτια της έλαμπαν.

«Συγγνώμη για την καθυστέρηση, ο Έντουαρντ φταίει. Ήθελε να…» η φωνή της έσβησε καθώς το βλέμμα της συνάντησαν τα δικά μου, έριξα το βλέμμα μου πάλι στο βιβλίο μου. Καθώς εκείνη προχωρούσε προς το μέρος μου. Μετακίνησα την καρέκλα μου όσο πιο μακριά από την δική της μου επέτρεπε το θρανίο.

«Δεσποινίς Κάλεν, θα μπορούσατε να ενημερώσετε την δεσποινίς Σουάν για το του βρισκόμαστε;» ρώτησε ευγενικά ο κ. Μολίνα.

«Φυ-φυσικά». Άκουσα την καρέκλα δίπλα μου να κινείται. Τα μάγουλα μου είχαν πάρει φωτιά.

«Είμαστε στην σελίδα 127…» μου ψιθύρισε.

«Ευχαριστώ» απάντησα με τον ίδιο τόνο.

Και έτσι πέρασε η υπόλοιπη ώρα. Με αυτές τις δύο φράσεις μόνο. Κάποτε μιλάγαμε όλη την ώρα στο μάθημα με αποτέλεσμα να είμαστε πάρα πολύ γνωστές στο γραφείο της διευθύντριας και μητέρα της Άλις, Έσμι. Ήταν περίεργο να έχεις μπροστά σου την δεύτερη μητέρα σου και να σου κάνει κήρυγμα για την σωστή συμπεριφορά μαθήτριας εν ώρα μαθήματος. Γέλασα αυθόρμητα στην σκέψη και το κουδούνι χτύπησε. Ξαναγέλασα αυθόρμητα καθώς άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου.

«Τι είναι τόσο αστείο;» με ρώτησε η Άλις και σήκωσε το ένα της φρύδι. Δεν είχε φύγει ακόμα; Παράξενο.

«Θυμήθηκα τις ώρες μας στο γραφείο της κυρίας διευθύντριας» είπα αμέσως κοκκινίζοντας και προσπάθησα να πνίξω ένα γελάκι. Χωρίς να το περιμένω άρχισε και εκείνη να γελάει. Τι στο καλό συμβαίνει εδώ πέρα;

«Δίκιο έχεις, ήταν ωραία. Να ξαναπάμε την άλλη ώρα» είπε και γέλασε πάλι. Χωρίς να σκέφτομαι δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου δίχως έλεγχο. Η Άλις άνοιξε τα χέρια της και με τύλιξε στην αγκαλιά της.

«Θέλω να μου πεις την αλήθεια για τρία πράγματα χωρίς να μου παραλήψεις κάτι. Πρώτον, Μπέλλα θα μου εξηγήσεις γιατί κλαίς; Δεύτερον, γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου εδώ και έναν μήνα και δεν απαντάς και στα e-mail μου; Ο Τζέικ μου είπε ότι ήσουν άρρωστη, άλλα για τόσο καιρό; Και τρίτον, ο Τζάσπερ μου τα εξήγησε όλα… αλλά θέλω και εσύ να μου πεις την αλήθεια». Αρχίσαμε να προχωράμε προς το επόμενο μας μάθημα καθώς εγώ έφερα τα γενέθλια του Έμμετ ξανά στο μυαλό μου…

* * * * * * * * * * * * * * * *

Είχα ντυθεί και η Άλις μου έφερε τα μαύρα της καλά μποτάκια όπως της ζήτησα, θα πήγαιναν τέλεια με το φόρεμα. Μόλις ντύθηκα η Άλις μου έκανε νόημα να πάμε στο μπάνιο της.

«Έλα! Σε λίγο πρέπει να κατέβουμε και δεν θέλω να σε δει όλο το σχολείο μισοτελειωμένη!» Την υπάκουσα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο τεράστιο μπάνιο της. Έκλεισα τα μάτια μου και ακολούθησα βήμα προς βήμα της απαιτήσεις της. Μόλις τελείωσε η Άλις με τα μαλλιά μου άνοιξα τα μάτια μου. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου!

«Άλις, είσαι απίστευτη!» της φώναξα καθώς πετάχτηκα από την θέση μου και την αγκάλιασα προσεχτικά. «Το μόνο που μας μένει τώρα είναι αντίδραση του» είπα καθώς άγχος με κατέκλεισε .

«Μην ανησυχείς. Θα σε λατρέψει. Ότι και να κάνεις σε λατρεύει…» είπε με παράπονο.

«Άλις, μην μου πεις ότι…» την κοίταξα με καχυποψία.

«Ναι, Μπέλλα, ζηλεύω! Είναι λογικό από εκεί που το κέντρο του κόσμου του ήμουν εγώ, η μικρή του αδερφή, ξαφνικά έγινες εσύ. Εσύ έγινες τα πάντα για εκείνον!» είπε και το γλυκό της πρόσωπο ζωγραφίστηκε με εκνευρισμό. Κάθισα δίπλα της και την πείρα στην αγκαλιά μου.

«Σε καταλαβαίνω. Και εγώ από τότε που καλός μου αδερφός γνώρισε την Λία με έχει παρατήσει στα κρύα του λουτρού», είπα και τα νεύρα που είχα κάθε φορά που το σκεφτόμουν επέστρεψαν πιο έντονα. Θα ερχόταν εδώ και η κυρία τέλεια σήμερα.

Το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πεταχτήκαμε και οι δύο και τρέξαμε προς την πόρτα. Ήταν ο Τζάσπερ, που κοιτούσε την Άλις με λατρεία. Ένα κύμα ζήλιας με διαπέρασε. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Γεια Μπέλλα.»

«Γεια σου Τζάσπερ. Εμένα με συγχωρείτε λίγο» απολογήθηκα και τρύπωσα από το κενό που είχε αφήσει ο Τζάσπερ στη πόρτα και βγήκα έξω. Άρχισα να τρέχω στις σκάλες με προορισμό το δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Σκόνταψα στο τελευταίο σκαλί. Να πάρει! Αυτό θα μου έκανε μελανιά. Σηκώθηκα και προχώρησα με αργά βήματα προς την πόρτα. Χωρίς να χτυπήσω την άνοιξα αργά λίγο και έριξα μία κλεφτή ματιά μέσα. Περίεργο το δωμάτιο ήταν άδειο. Μα θυμάμαι ξεκάθαρα τα λόγια της Άλις ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα σιγά σιγά σε περίπτωση που ο Ρωμαίος μου ήταν μέσα στο μπάνιο. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Το πρώτο πράγμα που κοίταξα όπως και κάθε φορά που έμπαινα μέσα σε αυτό το δωμάτιο ήταν το πελώριο κρεβάτι. Τόσες αναμνήσεις…

Αναστέναξα απαλά. Αναρωτιέμαι αν ο Κύριος Θέλω Να Σε Εντυπωσιάσω, ήθελε να ξανά τσαλακώσουμε αυτά τα σεντόνια το βράδυ, που θα πάνε όλοι να διασκεδάσουν σε κάποιο κλαμπ στο Σιάτλ, μάλλον…

Προχώρησα προς το κρεβάτι, όταν δύο χέρια τυλιχτήκαν γύρω από την μέση εμποδίζοντας με. Γύρισα μέσα στην αγκαλιά του.

«Ώστε κάνετε και πλάκες κύριε Κάλεν…» του είπα κοιτάζοντας τα σμαραγδένια του μάτια. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, εκείνος έσκυψε ελαφρώς και τα χείλη μας ενώθηκαν. Το φιλί μας ήταν τόσο γλυκό, τόσο τρυφερό. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του απαιτώντας κι άλλα, τα χείλη μου έγιναν πιο πιεστικά, αχόρταγα. Προσπάθησε να με σταματήσει πριν χάσουμε και οι δύο τον έλεγχο και καταστρέφαμε τα γενέθλια του Έμμετ με φωνές.

«Μάλιστα δεσποινίς Σουάν» η γλυκιά του φωνή με έκανε σχεδόν να χάσω τις αισθήσεις μου. Με έσπρωξε μακριά από την αγκαλιά του για λίγο και με κοίταξε από πάνω εως κάτω. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματιστικέ στα χείλη του...

«Τι σκέψεις έχεις βάλει πάλι στο μυαλό σου Έντουαρντ;» ρώτησα καχύποπτα.

«Θα μπορούσα να σου δείξω… μετά όμως το πάρτι» μετά το πάρτι… άρα θα περάσουμε πέντε βασανιστικές ώρες χωρίς ούτε ένα φιλί; Αυτό θα ήταν τραγικό! Με ένα νεύμα του έδειξα ότι ήμουν σύμφωνη.

Έπρεπε να εισπράξω όσα περισσότερα φιλιά μπορούσα πριν το πάρτι. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και ακούμπησα απαλά τα χείλη μου πάνω στα δικά που έσκυψε ελαφρός για να τον φτάσω. Τα χείλη μας κινιόντουσαν μαζί τόσο γλυκά. Αυτό το φιλί φανέρωνε την αγάπη μου για εκείνον. Τα πάντα στην ζωή μου είναι ο Έντουαρντ Κάλεν. Τον χρειαζόμουν για να ζήσω.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μας διέκοψε σε αυτή την μαγική στιγμή. Ο εκνευρισμός που ένιωθα, μετατράπηκε σε ντροπή μόλις είδα το σοκαρισμένο πρόσωπο του αδελφού μου και τον Έμμετ έτοιμο να ειρωνευτεί για άλλη μία φορά. Ένιωσα το πρόσωπο μου να φλέγεται και κατέβασα το βλέμμα μου στο πάτωμα.

«Παιδιά, χτυπάμε πριν μπούμε!» είπε έξαλλος ο Έντουαρντ. Έχω έκρυψα το πρόσωπο μου στο στήθος του και εκείνος με τύλιξε προστατευτικά στην αγκαλιά του.

«Γιατί υπήρχε περίπτωση να σας δούμε και σε πιο προχωρημένο στάδιο;» ρώτησε ο Έμμετ κοροϊδευτικά. Τότε ο Έντουαρντ με άφησε από την αγκαλιά του και προχώρησε προς την πόρτα κοιτώντας απειλητικά τον Έμμετ.

«Αυτό ήταν! Ως εδώ! Έξω!» του είπε και τον έσπρωξε έξω μαζί με τον αδερφό μου κλείνοντας την πόρτα στο πρόσωπο του. Πείρε μία βαθιά ανάσα για να γυρίσει πάλι να με ξανακοιτάξει.

«Λυπάμαι πολύ…» απολογήθηκε.

«Για ποιο πράγμα; Έντουαρντ, αυτός είναι ο Έμμετ, το πολύ, πολύ να με κοροϊδεύει για όλη μου την ζωή» του απάντησα και προχώρησα προς το μέρος του.

«Ναι, αλλά ο αδερφός σου-»

«Ο αδερφός μου, δεν θα μου κάνει τίποτα, μου χρωστάει πολλές χάρες…» τον διέκοψα σκεπτόμενη τις πόσες φορές τον έχω καλύψει και τον έχω μαζέψει από τα μπαράκια που ξενυχτάει. Κοίταξα τον Έντουαρντ στα μάτια του. Ήταν παρακλητικά σαν να μου ζητούσε συγχώρεση.

«Έντουαρντ, δεν έχω τίποτα να σου συγχωρέσω γιατί δεν έκανες τίποτα! Αν θεωρείς έγκλημα ότι φίλησες την κοπέλα σου τότε τι να σου πω;» του είπα καθώς ο εκνευρισμός μου μεγάλωνε.

«Μπέλλα, δεν καταλαβαίνεις. Δεν ήθελα να σε φέρω ποτέ σε δύσκολη θέση. Είσαι τα πάντα για εμένα. Είσαι ο κόσμος μου. Δεν μου αρέσει να σε κάνω να νιώθεις άσχημα. Σ’ αγαπώ.» Ήταν ιδέα μου ή μόλις είπε ότι με αγαπάει; Για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια σχέσης, έκφραζε ελεύθερα τα συναισθήματα του μπροστά μου. Ένιωθα σαν να ήθελα να βάλω τα κλάματα από ευτυχία.

Είμαι ερωτευμένη με τον Έντουαρντ από τα πέντε μου χρόνια. Τον αγαπούσα από τότε. Εκείνος το ανακάλυψε πριν τρία χρόνια όταν ήρθε να κοιμηθεί σπίτι μας, το είπα στον ύπνο μου. Εκείνη την μέρα μου φερόταν περίεργα. Ύστερα από ένα χρόνο στα δέκατα έβδομα γενέθλια μου, πήγαμε μία βόλτα στο λιβάδι που συνηθίζαμε σαν παρέα να κάνουμε εκδρομές. Εγώ με την Άλις, την Ρόζαλι και την Λεία καθόμασταν και κάναμε πικ-νικ και τα αγόρια έπαιζαν μπέιζμπολ. Κάθε Κυριακή κάναμε αυτή την εκδρομή. Ήταν υπέροχα! Σε αυτό το λιβάδι με τις αναμνήσεις μου ζήτησε να γίνω η κοπέλα του. Θυμάμαι που έκλαιγα εκείνη την ημέρα.

Και τώρα ήθελα να αφήσω τα καταπιεσμένα μου δάκρυα να κυλήσουν αλλά δεν το έκανα. Η Άλις θα με έβαζε στο μπάνιο για να με ξαναφτιάξει. Έκλεισα τα μάτια μου.

«Και εγώ σε αγαπώ. Με όλη την δύναμη της ψυχής μου» ψιθύρισα και τον αγκάλιασα. Η πόρτα χτύπησε και η Άλις μπήκε μέσα τραβώντας μαζί της τον Τζάσπερ.

«Παιδιά! Έρχονται σε λίγο ελάτε κάτω!» είπε η Άλις και εγώ άφησα τον Έντουαρντ από την αγκαλιά μου. Με έπιασε από το χέρι και προχωρήσαμε προς της σκάλες.

Μόλις φτάσαμε στο σαλόνι όλοι είχαν πάρει την θέση τους. Παρατήρησα ότι το τεράστιο σαλόνι των Κάλεν ήταν εντελώς διαφορετικό από ότι το είχα συνηθίσει. Το ηχοσύστημα ήταν πιο μεγάλο από όσο θυμάμαι. Τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί, ώστε να υπάρχει χώρος για τους μελλοντικούς χορευτές. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και υπνωτιστικός, κάποιες φορές άλλαζε και χρώματα. Ήταν λες και ήταν το σκηνικό κάποιας ακριβοπληρωμένης ταινίας. Όλα ήταν τόσο τέλεια, μου προκαλούσαν την αίσθηση ότι κάτι τραγικό θα συμβεί.

Το κουδούνι χτύπησε και πέντε άτομα φάνηκαν στην πόρτα. Τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Αναγνώρισα με ευκολία την Ρόζαλι, την αδερφή του Τζάσπερ και την Λεία την κοπέλα του αδερφού μου. Η Ρόζαλι πραγματικά ήταν πάλι πανέμορφη. Με ένιωθε να νιώθω μειονεκτικά όπως πάντα. Τα κατάξανθα μαλλιά της έπεφταν ελαφρός κυματιστά στους ώμους της και τα γκριζογάλανα μάτια της συμπλήρωναν την ομορφιά του προσώπου της. Ήταν υπέροχη. Ήταν πραγματικά πολύ τυχερός ο Έμμετ που ήταν κοπέλα του. Αναγνώρισα και τα άλλα τρία άτομα. Ήταν ο Σαμ με την Έμιλι και τον αδερφό της Λεία, Σεθ. Προχώρησα το μπαρ που μόλις τώρα παρατήρησα ότι υπάρχει και πήρα ένα ποτό.

Η βραδεία πέρασε έτσι. Με το σαλόνι των Κάλεν να γεμίζει, κορμιά να λικνίζονται και εμένα να πίνω ποτά. Μετά από μερικές ώρες έγινε η κοπή της τούρτας.

Προχώρησα προς την Άλις και της ζήτησα να πάω να κοιμηθώ στο δωμάτιο της μέχρι να τελειώσει το πάρτι γιατί δεν αισθανόμουν και πολύ καλά.

Το μόνο που θυμάμαι μετά ήταν ότι ο Τζάσπερ ήρθε και κάθισε δίπλα μου για να περιμένει την Άλις που θα ετοιμαζόταν και της φωνές της Άλις που με ξύπνησαν.

«Μπέλλα; Πώς μπόρεσες;» την άκουσα να μου λέει.

«Άλις, τι έκανα; Συγγνώμη που έβαλα τις πιζάμες σου θα σου αγοράσω καινούριες.» την κοίταξα προσπαθώντας να ξυπνήσω.

«Δεν με ενδιαφέρουν οι πιζάμες! Έξω από το σπίτι μου τώρα!» μου φώναξε. Την κοίταξα ξαφνιασμένη καθώς είδα πως ο Τζάσπερ είχε ξεκούμπωτο το πουκάμισο του και ο Έμμετ κρατούσε τον Έντουαρντ.

«Πραγματικά, δεν έκανα τίποτα! Απλά κοιμόμουν!» απάντησα μπερδεμένη προσπαθώντας να θυμηθώ αν έγινε κάτι. Τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου και ξεχείλισαν δίχως να μπορώ να τα συγκρατήσω. Έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και έτρεξα προς την έξοδο.

* * * * * * * * * * *

«Άλις, εγώ… πραγματικά δεν ξέρω τίποτα. Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνο το βράδυ. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έφυγα τρέχοντας αφού με έδιωξες. Πραγματικά δεν έκανα τίποτα με τον Τζάσπερ. Ακόμα το κινητό μου το είχα κλειστό διότι το έσπασα όπως και τον υπολογιστή μου. Φοβόμουν. Φοβόμουν μήπως με έπαιρνε τηλέφωνο ο Έντουαρντ και μου έλεγε πόσο τέρας είμαι… φοβόμουν, στενοχωριόμουν. Άλις σε απογοήτευσα και εσένα και τον αδερφό σου και πραγματικά λυπάμαι για αυτό» οι λέξεις έφυγαν σαν χείμαρρος προσπαθώντας να της εξηγήσω τα πάντα.

«Μπέλλα, ηρέμισε. Καταλαβαίνω.» Αμέσως έπεσα πάνω της με δύναμη και άρχισα να κλαίω.

«Ήρεμα, όλα θα φτιάξουν, πάμε τώρα στο επόμενο μας μάθημα.» μου είπε καθώς μου χάιδευε την πλάτη για να με ηρεμήσει.

Καθώς προχωρούσαμε στον διάδρομο για το επόμενο μας μάθημα ακούστηκαν βογκητά μέσα από την αποθήκη του επιστάτη. Προχώρησα με αργά και σταθερά βήματα προς την πόρτα και την άνοιξα απότομα.

Πραγματικά δεν πίστευα στα μάτια μου! Ο Έντουαρντ με την Τζέσικα Στάνλεϋ φιλιόνταν. Αυτή ήταν η στεναχώρια και το κενό που ένιωθε; Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και εγώ άρχισα να τρέχω προς την έξοδο για να φύγω. Τον ένιωσα να τρέχει από πίσω μου και να με φωνάζει για να σταματήσω. Συνέχισα να τρέχω με όλη μου την δύναμη και βγήκα έξω από το σχολείο. Χωρίς να σταματήσω βγήκα στον κεντρικό δρόμο. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου με αποτέλεσμα να μην βλέπω που πηγαίνω.

Τα τελευταία πράγματα που άκουσα ήταν την Άλις να τσιρίζει, τον Έντουαρντ να φωνάζει το όνομα μου και την κόρνα του φορτηγού που ερχόταν κατά πάνω μου.

Έκλεισα τα μάτια μου και το κενό με κατέκλεισε.